Σαν σήμερα, το 1976 ένα περίεργο ατύχημα πέτυχε εκεί που απέτυχαν βασανιστές και δολοφόνοι. Ο Αλέξανδρος Παναγούλης οδηγώντας το αυτοκίνητό του, ξέφυγε από την πορεία του και πέρασε στην αιωνιότητα. 
Το φέρετρο σκεπασμένο με σεντόνι που κέντησε η μητέρα του με ταινία όπου αναγραφόταν η φράση «Ο Αλέξανδρος Παναγούλης καταδικάστηκε σε θάνατο γιατί έψαξε την ελευθερία. Το 1976 πέθανε γιατί έψαξε την αλήθεια και την βρήκε». Οι φήμες στον ημερήσιο τύπο της εποχής οργίαζαν και μιλούσαν για εν ψυχρώ δολοφονία. Εικαζόταν πως είχε στην κατοχή του απόρρητα έγγραφα που αποδείκνυαν σχέσεις πολιτικών με την δικτατορία. Δεν αποδείχθηκε ποτέ τίποτε κι αυτή η ηρωική μορφή της σύγχρονης ιστορίας μας απλά έφυγε από ατύχημα.
Άφησε πίσω του δύο ποιητικές συλλογές με ποιήματα πολλά εκ των οποίων γράφτηκαν μέσα στη φυλακή και τιμήθηκαν από αντιστασιακές οργανώσεις. Αλλά κυρίως άφησε πίσω του ένα παράδειγμα ζωής με βασικό χαρακτηριστικό την υπέρβαση των ορίων για την ελευθερία. Ο ίδιος υπερέβη τα προσωπικά του όρια, όταν αποπειράθηκε να δολοφονήσει τον δικτάτορα. Αυτός που δεν μπορούσε να σκοτώσει ένα μυρμήγκι έκανε απόπειρα δολοφονίας. Αργότερα εξομολογήθηκε πως δεν προσπάθησε να σκοτώσει έναν άνθρωπο αλλά έναν τύραννο. 
Άντεξε εγκλεισμό και απάνθρωπα βασανιστήρια. Δεν κατέδωσε, δεν πρόδωσε και δεν εξαργύρωσε. Αντίθετα προδόθηκε ακόμη κι από συγγενή του -για πόσα αργύρια δεν ξέρουμε. Ξάδελφος του τον κατέδωσε για την αμοιβή, όταν το 1969 κατάφερε να δραπετεύσει μαζί με τον δεσμοφύλακά του Γιώργο Μωράκη. Και ακολούθησε νέα φυλάκιση στο Μπογιάτι και άλλες απόπειρες απόδρασης, γιατί ο Παναγούλης απλά «δεν το έβαζε κάτω». Ο μικρός αδελφός του Γεώργιος Παναγούλης επίσης «έφυγε» περίεργα, όταν εκδόθηκε μετά τη σύλληψή του στο Ισραήλ όπου είχε αποδράσει αλλά κατά τη μεταφορά του στην Ελλάδα με πλοίο εξαφανίστηκε και θεωρείται ακόμη αγνοούμενος.
Τους αγώνες του για Ελευθερία και Δημοκρατία, που τους άρχισε από την πρώτη μέρα της Δικτατορίας , τους συνέχισε ως βουλευτής στη συνέχεια της «Ένωσης Κέντρου – Νέες Δυνάμεις» και πιθανότατα αυτοί οι αγώνες του και η επιμονή του να ψάχνει σε βάθος ήταν που κρατούσαν το τιμόνι την πρωτομαγιά του 1976.