Ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν φαίνεται ότι θα κρατήσει ακόμη για πολύ. Ήδη, ο σύμβουλος της ουκρανικής προεδρίας Μιχάιλο Ποντόλιακ, φέρεται ότι δήλωσε σήμερα στο Reuters πως, για να σταματήσει ο πόλεμος, οι Ουκρανοί είναι έτοιμοι να απεμπολήσουν τα σχέδιά τους για ένταξη στο ΝΑΤΟ και να δεχτούν ένα καθεστώς ουδετερότητας.
Ο Ρώσος πρόεδρος όμως δεν φαίνεται να είναι διατεθειμένος, αφού πέρασε ήδη τον Ρουβίκωνα, να καθίσει στις όχθες του για ψάρεμα. Οι στρατηγικές του βλέψεις δεν είναι στο σύνολό τους ξεκάθαρες, όπως φαίνεται όμως, το λιγότερο που επιθυμεί για την ώρα δεν είναι απλά η ουδετερότητα της χώρας, αλλά και η αντικατάσταση της κυβέρνησής της από ένα καθεστώς ρωσόφιλων ανδρεικέλων. Αυτή είναι άλλωστε μια τέχνη που η Ρωσία την έχει εφαρμόσει κατά κόρον στο παρελθόν και την γνωρίζει καλά.

Οι δυτικές δυνάμεις (ΗΠΑ, ΝΑΤΟ και ΕΕ), εξαρχής δεν είχαν την πρόθεση να εμπλακούν άμεσα οι ίδιες. Αντ’ αυτού προτίμησαν – και σωστά – να εφαρμόσουν ένα ευρύ πακέτο οικονομικών κυρώσεων.

Αλλά νομίζω ότι τώρα αρχίζουν τα δύσκολα :

  • Ένα μακροχρόνιο εμπάργκο, μια αποκοπή δηλαδή από αγορές και πόρους, είναι πραγματικά στρατηγικού χαρακτήρα όπλο. Αυτού του είδους η απομόνωση είχε παίξει καθοριστικό ρόλο και στην περίπτωση κατάρρευσης της πρώην ΕΣΣΔ. Στις συγκεκριμένες όμως συνθήκες προϋποθέτει ότι αυτός που το εφαρμόζει είναι έτοιμος να δεχτεί και τις συνέπειες για τον ίδιο. Οι προβλεπόμενες επιπτώσεις του οικονομικού και εμπορικού εμπάργκο - κυρίως ενεργειακή κρίση και ψηλός πληθωρισμός - θα είναι αισθητές στις δυτικές κοινωνίες, που για τους πολίτες τους η ακρίβεια θα είναι παρούσα στην καθημερινή ζωή, ενώ η Ουκρανία είναι μακριά. Μήπως η πολυδιάσπαση των δυτικών χωρών και τα αντικρουόμενα εθνικά και πολιτικά τους συμφέροντα τούς στερούν την βούληση και την αποφασιστικότητα που απαιτείται για μια τέτοια προσπάθεια ;
  • Ακόμα, στο διάγγελμα του Αμερικανού προέδρου προβάλλεται, ανάμεσα στα άλλα, η προοπτική για μια νέα συσπείρωση γύρω από το ΝΑΤΟ, το “κλινικά νεκρό” NATO όπως το είχε χαρακτηρίσει ο Μακρόν. Πόσο απαλλαγμένο όμως θα είναι το "νέο ΝΑΤΟ" από την γνωστή αμερικανική υπεροψία ; Πόσο θα μπορέσουν οι Ευρωπαϊκές χώρες να ευθυγραμμιστούν με το νέο αμερικανικό γεωστρατηγικό δόγμα αντιπαλότητας με Ρωσία και Κίνα ; Και τι μπορούν να περιμένουν να κερδίσουν από αυτό, πέρα από ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη ;
  • Από την άλλη μεριά, βραχυχρόνιες κυρώσεις δεν έχουν κανένα ουσιαστικό, παρά μόνον επικοινωνιακό αντίκτυπο. Για την ρωσική ηγεσία είναι αναμενόμενες, έχει προετοιμαστεί γι αυτές και είναι αποφασισμένη να τις αψηφήσει. Αν ατονήσουν μετά από μια τυχόν συνθήκη ειρήνης μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, ο Πούτιν θα έχει κερδίσει το παιχνίδι, χωρίς να χρειαστεί ουσιαστικά να δώσει μάχη. Το σενάριο μάλιστα αυτό δεν είναι και τόσο απίθανο.

Ετσι, η διατήρηση της Ουκρανίας σε κατάσταση ομηρίας είναι ένα δυνατό χαρτί στα χέρια του Ρώσου πρόεδρου. Έχοντάς την ουσιαστικά στην κατοχή του, μπορεί να διαπραγματεύεται με την Δύση όχι για το αν θα μετριάσει την στάση και τις απαιτήσεις του, αλλά για το εάν θα τις σκληρύνει ακόμα περισσότερο, διαιωνίζοντας με τον τρόπο αυτό το παιχνίδι που παίζεται εδώ και χρόνια στις πλάτες του ουκρανικού λαού. Vae Victis.

Ο Νίκος Κουτρέτσης είναι μέλος της Εκτελεστικής Γραμματείας της Κίνησης Κοινωνικού Φιλελευθερισμού "εΜείς" και Συντονιστής της Ομάδας Πολιτικής για την Διπλωματία και την Αμυνα

Ανακοίνωση της Πολιτικής Κίνησης Κοινωνικού Φιλελευθερισμού "εΜείς"

Μετά από μια μακρά περίοδο διπλωματικών ελιγμών και επικοινωνιακών παιχνιδιών, ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν έκανε την πρώτη του κίνηση με την αναγνώριση της ανεξαρτησίας των ουκρανικών επαρχιών του Λουχάνσκ και του Ντονέτσκ. Πρόκειται για ευθεία αμφισβήτηση των ουκρανικών συνόρων, που στην πράξη τού δίνει το εφαλτήριο όχι μόνον για την παροχή στρατιωτικής βοήθειας στους φιλορώσους αυτονομιστές αντάρτες, αλλά και στην απευθείας εμπλοκή του ρωσικού στρατού για υποστήριξή τους. Ως πιθανή εξέλιξη προβλέπεται η οριστική απόσχιση και ένταξη των περιοχών αυτών στη Ρωσική Ομοσπονδία. Ανάλογα άλλωστε έχει πράξει και σε άλλες περιπτώσεις κατά το παρελθόν.
Η ακεραιότητα των εθνικών συνόρων είναι ακρογωνιαίος λίθος της διεθνούς ειρήνης. Οι παραβιάσεις της οδηγούν σε πολέμους και αφήνουν για πολλά χρόνια χαίνουσες πληγές. Τα επιμέρους θέματα, όπως τα δικαιώματα των εθνικών μειονοτήτων, η αίσθηση ασφάλειας των χωρών, ο οικονομικός και εμπορικός ανταγωνισμός, πρέπει στον σύγχρονο κόσμο να αντιμετωπίζονται με τον ανάλογο σεβασμό. Δεν μπορούν όμως να αποτελούν αφορμή, αιτία ή πρόσχημα αναθεωρητισμού και παραβίασης των συνόρων.
Η ουκρανική κρίση ανέδειξε, για μια ακόμα φορά, την αδυναμία της Ευρωπαϊκής Ένωσης να παίξει τον ουσιαστικό ρόλο που της αρμόζει στην ευρύτερη περιοχή της. Δεν είναι η δύναμη που της λείπει για να το κάνει, αλλά η κοινή βούληση και το όραμα. Γραφειοκρατική, πολυδιασπασμένη, με τα επιμέρους κράτη να φροντίζουν πρωτίστως τα δικά τους εθνικά συμφέροντα, αδυνατεί να προβάλει πειστικά τις δικές της αξίες απέναντι στην επιθετικότητα και τον αναθεωρητισμό κάθε Πούτιν ή κάθε Ερντογάν. Καταλήγει όμως έτσι να είναι, μετά την Ουκρανία, ο μεγάλος χαμένος και αυτής της υπόθεσης.

εΜείς αγαπάμε και θεωρούμε σπίτι μας την Ευρώπη. Πιστεύουμε όμως ότι έχει και μεγάλα περιθώρια βελτίωσης, κυρίως προς την κατεύθυνση της ενοποίησής της. Δυνατότερη Ευρώπη σημαίνει δυνατότερες αξίες, κι αυτό είναι καθήκον όλων μας, ως πολιτικών δυνάμεων, ως χώρας και ως πολιτών ξεχωριστά.

Η Ομάδα Πολιτικής για τη Διπλωματία και την Άμυνα της Κίνησης Κοινωνικού Φιλελευθερισμού “εΜείς”.

Παραιτήθηκε, όπως είχε προαναγγείλει μετά την εκλογική του ήττα, ο πρωθυπουργός της Βόρειας Μακεδονίας Ζόραν Ζάεφ. Ας μην περάσουμε την εξέλιξη αυτή στο ντούκου. Είναι ένας ακόμα κρίκος στην μπλεγμένη αλυσίδα της πορείας διαμόρφωσης του σύγχρονου χαρακτήρα των Δυτικών Βαλκανίων, που, όπως φαίνεται, δύσκολα θα απογαλακτιστούν από το παρελθόν τους χωρίς ισχυρή εξωτερική βοήθεια.

Είναι γνωστό ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει ούτε κοινό γεωστρατηγικό όραμα, ούτε ενιαία εξωτερική πολιτική, και οι επιμέρους πολιτικές των κρατών – μελών είναι πολλές φορές αποκλίνουσες και διαμορφώνονται κύρια με κριτήριο τα οικονομικά συμφέροντα της κάθε χώρας.

Έτσι η Γερμανία, που θεωρεί προνομιακό της χώρο (και) τα Δυτικά Βαλκάνια (Αλβανία, Βοσνία–Ερζεγοβίνη, Κόσοβο, Μαυροβούνιο, Βόρεια Μακεδονία και Σερβία), επιθυμεί διακαώς να τα δει στους κόλπους της Ένωσης. Άλλωστε, τα κράτη αυτά πραγματοποιούν τα δύο τρίτα των εμπορικών συναλλαγών τους με τη Δυτική Ευρώπη, κυρίως με τη Γερμανία και την Αυστρία. Η Γαλλία αντίθετα, που δεν φαίνεται να έχει άμεσες βλέψεις στην περιοχή, δεν καλοβλέπει αυτή την προοπτική της παραπέρα ενδυνάμωσης της «ατμομηχανής της Ευρώπης» κι έτσι πρόβαλε πριν δυο χρόνια βέτο για την εισδοχή της Αλβανίας και της Βόρειας Μακεδονίας, κάτι που καταδίκασαν έντονα τόσο ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ, όσο και ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, που έκανε λόγο για «βαρύ ιστορικό λάθος». Ως λόγος που προβλήθηκε το βέτο αναφέρθηκε ότι οι χώρες αυτές δεν καλύπτουν τις προϋποθέσεις (μελλοντικής έστω) ένταξης, και έτσι «τα οφέλη για τους πολίτες των υποψηφίων χωρών παραμένουν ανεπαρκή».

Είναι σαφές ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι η κολυμβήθρα του Σιλωάμ όπου μπαίνουνε οι άρρωστοι και βρίσκουν την υγειά τους. Έχει αυστηρούς κανόνες και απαιτήσεις.

Ωστόσο, πάνω στην προοπτική ένταξης έχουν χτιστεί πολλές προσδοκίες από τους λαούς των Βαλκανίων, και ακόμα χειρότερα, το όραμα εισδοχής έχει αποτελέσει το τυράκι για τον κατευνασμό των παθών και την αυτοσυγκράτηση στην περιοχή που αποτελούσε κατά το παρελθόν την «μπαρουταποθήκη» της Ευρώπης. Σήμερα δεν της αξίζει ίσως αυτός ο χαρακτηρισμός, αλλά εξακολουθεί να παραμένει το μαλακό της υπογάστριο. Και σίγουρα, οι παλινωδίες και καθυστερήσεις στην ευρωπαϊκή πορεία των χωρών τους, δίνουν χώρο στους αρνητές της ΕΕ και τους υπονομευτές της καλής συμβίωσης, δυναμιτίζοντας όλες τις προσπάθειες ομαλοποίησης και ανάπτυξης.
Ενδεικτικά, η αποδοχή από την Ελλάδα της μακεδονικής γλώσσας και εθνικότητας με την υπογραφή της συμφωνίας των Πρεσπών μπορεί να έλυσε μεν ένα χρονίζον και ανούσιο πρόβλημα, που μόνον ζημιά είχε κάνει στις δυο χώρες μέχρι τότε, αλλά άνοιξε ένα άλλο : αυτή τη φορά είναι η Βουλγαρία που, αφού έχει πετύχει να κατοχυρώσει την δικιά της θέση στην ΕΕ, προβάλλει βέτο για την εισδοχή της Β. Μακεδονίας διαμαρτυρόμενη ότι η γλώσσα και η εθνικότητα των κατοίκων της δεν είναι «μακεδονικές», αλλά έχουν βουλγαρική προέλευση. Και επί της ουσίας φυσικά έτσι είναι. Αλλά αυτός είναι και ο λόγος που ο όρος «μακεδονικός» μετράει τόσο πολύ στην γείτονα. Πρόκειται ακριβώς για προϋπόθεση του αυτοπροσδιορισμού τους και της εθνικής τους ανεξαρτησίας. Αν δεν είναι «Μακεδόνες», σύμφωνα με τα πιστεύω και την παράδοσή τους, τι άλλο τους μένει να είναι παρά γιαλαντζί Βούλγαροι; Θα άρεσε σε κανέναν μια αναβίωση της ιδέας της Μεγάλης Βουλγαρίας;

Τώρα είναι ο πάλαι ποτέ πολέμιος της συμφωνίας των Πρεσπών Έλληνας πρωθυπουργός αυτός που τρέχει να πείσει την Βουλγαρία να άρει τις δικές της επιφυλάξεις.

Και τα θέματα φυσικά δεν τελειώνουν εδώ. Η Σερβία πχ δεν είναι χαρούμενη με την ιδέα εισδοχής του Κοσόβου, η Βοσνία-Ερζεγοβίνη έχει χίλιες φωνές, εσωτερικές αντιθέσεις και επιβουλές, και πάει λέγοντας.

Τα προβλήματα δεν είναι για να κρύβονται κάτω από το χαλί, αλλά μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ελπίδες να γίνει ποτέ σημαντικός παίκτης στην διεθνή σκακιέρα, αν δεν είναι σε θέση να βοηθήσει αποτελεσματικά ώστε να μπει σε μια τάξη η άμεση γειτονιά της ; Και σε ό,τι αφορά την χώρα μας, σίγουρα η ήττα-παραίτηση του μετριοπαθούς Ζάεφ και η ενίσχυση του VMRO δεν είναι καλή εξέλιξη. Αν δεν καταλαγιάσουν οι εθνικιστικοί τόνοι από όλες τις μεριές, το μαλακό υπογάστριο μπορεί κάποια στιγμή να αρχίσει πάλι να αιμορραγεί. Έχουμε αρχίσει πια να βγαίνουμε από το τέλμα της παθητικής εξωτερικής πολιτικής, ας ακολουθήσουμε επιτέλους αυτόν τον δρόμο με αποφασιστικότητα σε όλα τα εθνικά θέματα, παίζοντας τον ρόλο που μας αρμόζει για το καλό όλων μας.

 (Ο Νίκος Κουτρέτσης είναι μέλος της Εκτελεστικής Γραμματείας της κίνησης Κοινωνικού Φιλελευθερισμού "εΜείς" και συντονιστής της Ομάδας Πολιτικής για την Διπλωματία και την Άμυνα)

Έχουν γραφτεί και ειπωθεί πολλά για το σθένος της αντίστασης απέναντι στον Άξονα, τον απαράμιλλο ηρωισμό και την αυταπάρνηση όχι μόνον του ελληνικού στρατού αλλά και του λαού στον Ελληνοϊταλικό και – στη συνέχεια – στον Ελληνογερμανικό πόλεμο. Και, όπως κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, αυτά ανασύρονται και επαναλαμβάνονται σαν απαραίτητο ντεκόρ του επετειακού εορτασμού. Ας δούμε όμως λίγο βαθύτερα το πλαίσιο μέσα στο οποίο πάρθηκαν οι αποφάσεις και εκτυλίχθηκαν τα γεγονότα.

Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε ήδη αρχίσει και ήταν σε εξέλιξη από τον Σεπτέμβρη του 1939. Μέσα σε λιγότερο από ένα χρόνο, με μια σειρά από εκστρατείες και συνθήκες, η Γερμανία, ισχυρότατη χερσαία δύναμη, κατάφερε να κατακτήσει ή να θέσει υπό τον έλεγχό της μεγάλο μέρος της ηπειρωτικής Ευρώπης σχηματίζοντας παράλληλα τη συμμαχία του Άξονα με την Ιταλία και την Ιαπωνία. Μοναδική αξιόλογη αντίπαλός της παρέμενε η θαλασσοκράτειρα Αγγλία, που στηριζόταν και στις δυνάμεις της Βρετανικής Κοινοπολιτείας, ενώ είχε και την υποστήριξη των ΗΠΑ. Με άλλα λόγια, ήταν ο πόλεμος της στεριάς εναντίον της θάλασσας. Μέγα τὸ τῆς θαλάσσης κράτος (καθοριστικής σημασίας η κυριαρχία στη θάλασσα), όπως αναφέρει και ο Θουκυδίδης. Προσφέρει όχι μόνον την δυνατότητα επέμβασης σε απομακρυσμένα ζωτικά σημεία, αλλά και το απαραίτητο βάθος για την αντοχή σε έναν μακροχρόνιο πόλεμο. Από την στιγμή μάλιστα που η Γερμανία δεν κατάφερε να επιφέρει συντριπτικό πλήγμα στη Βρετανία, εξουδετερώνοντας το εκστρατευτικό σώμα που είχε εγκλωβιστεί στη Δουνκέρκη (Μάιος 1940), οι πιθανότητες οριστικής επικράτησής της είχαν σχεδόν εκμηδενιστεί.

Ο (γερμανόφιλος!) δικτάτορας Ιωάννης Μεταξάς, ικανός στρατιωτικός αναλυτής, το διείδε έγκαιρα αυτό, και το εκμυστηρεύτηκε στους εκδότες και αρχισυντάκτες των αθηναϊκών εφημερίδων δύο μέρες μετά το OXI, στις 30 Οκτωβρίου του 1940. Στην ίδια συνέντευξη μάλιστα, μεταξύ επικλήσεων της εθνικής ομοψυχίας και απειλών, ο φανατικός αυτός αντιβενιζελικός, πρόσθεσε ότι, μετά το ιταλικό τελεσίγραφο, εφαρμόζει πλέον «την πολιτικήν του αειμνήστου Βενιζέλου και όχι την πολιτικήν του αειμνήστου Βασιλέως Κωνσταντίνου», δηλαδή ότι συντάσσεται με την Αγγλία και όχι με την ουδετερότητα (που ήταν ευνοϊκή για τον Άξονα). Κι αυτό, όχι μόνον λόγω των ιστορικών δεσμών της Ελλάδας με την Αγγλία, αλλά και γιατί τα συμφέροντα της Ελλάδας, ως χώρας ναυτικής, εναρμονίζονταν πάντα με τα συμφέροντα της θαλασσοκράτειρας.
Ακόμα παραπέρα, ο διαμελισμός της Ελλάδας σε περίπτωση αποδοχής του ιταλικού τελεσίγραφου, ήταν κι αυτός ένας σοβαρός και ορατός κίνδυνος. Η Ελλάδα θα έπρεπε να παραχωρήσει, χωρίς να ρίξει έστω μια τουφεκιά για την τιμή των όπλων, εδάφη της δυτικής Ηπείρου στην Ιταλία και Αλβανία, και εδάφη της Μακεδονίας στην Βουλγαρία, ως αντίτιμο της συμμετοχής της στη «νέα τάξη πραγμάτων». Αντίστοιχα, ήταν λογικό να αναμένεται ότι η Αγγλία, θεωρώντας πλέον σε τέτοια περίπτωση την Ελλάδα αντίπαλη χώρα, θα καταλάμβανε στρατηγικής σημασίας περιοχές, κυρίως νησιά όπως η Κρήτη.
Τέλος, μια τέτοια ζοφερή προοπτική, θα οδηγούσε σε ένα νέο εθνικό διχασμό και εσωτερικές συγκρούσεις, γιατί η πλειοψηφία του λαού δεν θα συγχωρούσε κανέναν (πολύ περισσότερο έναν δικτάτορα ή έναν βασιλιά) που φάνηκε ενδοτικός απέναντι σε τόσο σοβαρές απειλές. Και φυσικά, η αντίδρασή της, πέρα από την υποστήριξη των Άγγλων, όπως αναγνωρίζει και ο Μεταξάς, «… θα είχε με το μέρος της και το Εθνικόν δίκαιον... την ανεπιφύλακτον έγκρισιν και ενίσχυσιν της Εθνικής Δημοσίας γνώμης εν τη παμψηφία της».

Ούτε λοιπόν η ιταλική επίθεση ήταν κεραυνός εν αιθρία (είχε προηγηθεί ο τορπιλισμός της "Ελλης", σωρεία από ιταλικές απειλές, έντονη διπλωματική δραστηριότητα), ούτε το «ΟΧΙ» απρογραμμάτιστο και αυθόρμητο. Και παρότι ο Β’ ΠΠ είχε ΚΑΙ έντονο ιδεολογικοπολιτικό άρωμα (φασισμός εναντίον δημοκρατίας), δεν ήταν αυτό που καθόρισε τα στρατόπεδα και τον χαρακτήρα της σύγκρουσης.

Έτσι, αυτό που θα μας ωφελούσε περισσότερο, πιστεύω, δεν είναι τόσο η υπόμνηση του ηρωικού μας πνεύματος και της πολεμικής μας αρετής, αλλά η κατανόηση των γεωπολιτικών και κοινωνικών συνθηκών, στο πλαίσιο των οποίων το «ΟΧΙ» ήταν μονόδρομος. Να υπερβούμε τα αριστερά, κεντρώα ή δεξιά στερεότυπά μας και να αντιληφθούμε ότι μονάχα οι ορθές εκτιμήσεις, οι στρατηγικές επιλογές, η καθαρότητα των στόχων και η συνεπής επιδίωξή τους είναι ικανά να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τούς κάθε λογής εθνικούς και κοινωνικούς κινδύνους. Και τότε και πάντοτε.

(Ο Νίκος Κουτρέτσης είναι μέλος της Εκτελεστικής Γραμματείας της Κίνησης Κοινωνικού Φιλελευθερισμού "εΜείς" και συντονιστής της Ομάδας Πολιτικής για την Διπλωματία και την Άμυνα)

Ένα αναπάντεχο γεγονός στους αντίποδες και η έντονη αντίδραση της Γαλλίας σε αυτό άνοιξε τον δρόμο σε σημαντικές θετικές εξελίξεις για την ΕΕ και τη χώρα μας. Η σημερινή ελληνογαλλική συμφωνία, ως παράπλευρο αποτέλεσμα της συμφωνίας AUKUS (Australia, United Kingdom, USA) ίσως αναφέρεται στο μέλλον σαν κλασικό παράδειγμα της «ετερογονίας των σκοπών».
Η πρώτη θετική εξέλιξη αφορά την απελευθέρωση της Ελλάδας από την πίεση των ΗΠΑ για αγορά αμερικανικών πολεμικών σκαφών. Η πλάστιγγα έγειρε προς τη Γαλλία, η προσφορά της οποίας είχε και την προτίμηση των καθ' ύλην αρμόδιων Ενόπλων Δυνάμεων. Και ακόμη σημαντικότερο, συνοδεύεται από ένα σύμφωνο συμμαχίας για την αντιμετώπιση εξωτερικών απειλών.
Η Ελλάδα είναι αντιμέτωπη τις τελευταίες δεκαετίες με κρίσιμα εθνικά θέματα. Για την αντιμετώπισή τους, ούτε η εσωστρέφεια μας οδηγεί πουθενά, αλλά ούτε και η απλή επίκληση του διεθνούς δικαίου. Είναι σαφές ότι οι αντιπαραθέσεις και οι εντάσεις δεν μας ωφελούν, αλλά στις σημερινές συνθήκες η ενδυνάμωση της αποτρεπτικής μας ισχύος είναι κρίσιμης σημασίας. Χωρίς να ξεχνάμε και την οικονομική ανάπτυξη, γιατί αυτή είναι η μακροπρόθεσμα στέρεη βάση της στρατιωτικής και την διπλωματικής ισχύος. Σταθερός στόχος είναι βέβαια η επίλυση των όποιων διαφορών να γίνεται με τα πιο πρόσφορα κατά περίπτωση ειρηνικά μέσα.
Ο στρατηγικός προσανατολισμός της χώρας είναι σταθερός και εδράζεται στους άξονες της ένταξης στο Δυτικό στρατόπεδο και της εκμετάλλευσης των πλεονεκτημάτων από την ένταξη στην ΕΕ και την Ευρωζώνη. Αλλά αυτό από μόνο του δεν αρκεί, γιατί η Δύση δεν έχει ούτε κοινό προσανατολισμό ούτε κοινούς στόχους. Η ηγέτιδα δύναμη της Δύσης, οι ΗΠΑ, βλέπει μέχρι στιγμής αρνητικά μια μερική απεξάρτηση της Ευρώπης με την ανάπτυξη δικής της διπλωματίας και δικού της στρατού. Αλλά και η ίδια η Ευρώπη, παρά τις κατά καιρούς θεωρητικές – μέχρι σήμερα – συζητήσεις, είναι διχασμένη πάνω στο θέμα. Και όλα αυτά, τη στιγμή που η αμερικανική παρουσία στην Ανατολική Μεσόγειο αποδυναμώνεται αισθητά, αφήνοντας ένα σημαντικό κενό ισχύος με απρόσμενες μελλοντικές συνέπειες.
Κι εδώ είναι που διαφαίνεται η δεύτερη θετική εξέλιξη, που είναι η αποδοχή από τις ΗΠΑ της προοπτικής ενός ευρωπαϊκού στρατού. Από το σημείο αυτό και πέρα, εναπόκειται στην πολιτική βούληση της ΕΕ η ανάπτυξή του. Σε μια τέτοια περίπτωση, όχι μόνον οι αποτρεπτικές δυνατότητες της χώρας ενισχύονται, αλλά και ο στρατηγικός ρόλος της αναβαθμίζεται.

Η Ομάδα Πολιτικής για την Διπλωματία και την Άμυνα της Κίνησης Κοινωνικού Φιλελευθερισμού «εΜείς»

google news iconΤο Social-Lib είναι εγκεκριμένος εκδότης στην υπηρεσία Google News. Ακολουθήστε μας για να έχετε άμεση ενημέρωση και πρόσβαση στην αρθρογραφία: Social-Lib.gr - Google News .

Έγραψαν Πρόσφατα

Κοινωνικός Φιλελευθερισμός

Το Social.lib είναι ένας δικτυακός τόπος συζήτησης και ανάδειξης των καθημερινών οικονομικών, κοινωνικών, πολιτισμικών και πολιτικών ζητημάτων υπό το πρίσμα του Κοινωνικού Φιλελευθερισμού.