Αναζητώντας την ισοπαλία
Η ντροπιαστική ήττα των αραβικών κρατών της περιοχής στον πόλεμο των έξι ημερών εκμηδένισε τις ελπίδες τους για εξαφάνιση του κράτους του Ισραήλ και τα έστρεψε προς την πιο πραγματιστική λογική της αναζήτησης τρόπου ανάκτησης των απολεσθέντων. Για τον σκοπό αυτό κρίθηκαν απαραίτητα:

  • Η αποκατάσταση της ισορροπίας δυνάμεων, που είχε πληγεί βαρύτατα από τις απώλειες του πολέμου. Αυτό επετεύχθηκε με εντατικές προμήθειες οπλικών συστημάτων από την ΕΣΣΔ, η οποία επιπλέον ανέβασε σε δεκάδες χιλιάδες τους στρατιωτικούς της συμβούλους, αυξάνοντας έτσι την επιρροή της στην περιοχή.
  • Η διατήρηση υψηλών τόνων απέναντι στο Ισραήλ, που εκφράστηκε με την διακήρυξη των «τριών όχι» (όχι στην αναγνώριση του Ισραήλ, όχι στις διαπραγματεύσεις και όχι στην ειρήνη)

Οι διαπραγματεύσεις και η ειρήνη ούτως ή άλλως δεν ήταν εύκολα πράγματα. Το Ισραήλ, παρά τις διπλωματικές πιέσεις και τις προσπάθειες διαμεσολάβησης του ΟΗΕ, δεν ήταν καθόλου διατεθειμένο να επιστρέψει τα εδάφη που είχε κερδίσει, ακόμα κι όταν ο μετριοπαθής διάδοχος του Νάσερ, Ανουάρ Σαντάτ, είπε το πρώτο αραβικό «ναι» σε ενδεχόμενες διαπραγματεύσεις (1971). Αντίθετα, παρά τις πρώτες φωνές που άρχισαν να ακούγονται και στο εσωτερικό του για αναζήτηση ειρηνικής λύσης, η πρωθυπουργός του Ισραήλ Γκόλντα Μέιρ προχώρησε στην κατασκευή μεγάλων οχυρωματικών έργων για την διαφύλαξη των κεκτημένων.

Εν τω μεταξύ η διεθνής κοινότητα είχε αρχίσει να κουράζεται με την κατάσταση. Η διώρυγα του Σουέζ, όπου είχαν εγκλωβιστεί αρκετά πλοία, παρέμενε κλειστή, δημιουργώντας μεγάλα προβλήματα στην ναυσιπλοΐα. Η πίεση στην περιοχή απειλούσε να οδηγήσει σε απρόβλεπτα αποτελέσματα, ακόμα και σε συνολική ανάφλεξη.

Για να πεισθούν όμως τα δύο μέρη (και ιδιαίτερα το Ισραήλ) να καθίσουν ισότιμα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, χρειαζόταν μια νίκη γοήτρου των Αράβων.

Ο πόλεμος του Γιομ Κιπούρ (Οκτώβρης 1973)
Ο 4ος αραβοϊσραηλινός πόλεμος (γνωστός και σαν πόλεμος του Γιομ Κιπούρ, αφού οι Άραβες διάλεξαν την μέρα της ιερότερης γιορτής των Εβραίων για να εξαπολύσουν με την σειρά τους αιφνιδιαστική επίθεση) έφερε το πολυπόθητο αποτέλεσμα. Οι ξαφνιασμένες ισραηλινές δυνάμεις βρέθηκαν αρχικά σε τόσο δύσκολη θέση, που ετοιμάστηκαν να απαντήσουν με χρήση πυρηνικών όπλων. Ευτυχώς για την ανθρωπότητα, κάτι τέτοιο τελικά δεν χρειάστηκε. Η στρατιωτική τακτική ανωτερότητα που διέθεταν τις επέτρεψε όχι μόνον να αναχαιτίσουν την προέλαση των αιγυπτιακών δυνάμεων στην χερσόνησο του Σινά στο νότο και των συριακών στο βορρά, αλλά και, δημιουργώντας μια σφήνα ανάμεσα από τις αιγυπτιακές δυνάμεις, να διασχίσουν την διώρυγα του Σουέζ και να μεταφέρουν τον πόλεμο στο καθ’ αυτό αιγυπτιακό έδαφος. Η ανακωχή τις βρήκε να έχουν αποκόψει (μετά από σαφή παραβίαση της κατάπαυσης του πυρός) την 3η αιγυπτιακή στρατιά που, σε μια επίδειξη σύνεσης και «αβροφροσύνης» με μεταγενέστερες ευεργετικές συνέπειες, απέφυγαν να πλήξουν παραπέρα.

Χτίζοντας την ειρήνη βήμα-βήμα
Παρότι η κατάληξη του πολέμου δεν ήταν η επιδιωκόμενη από την πλευρά των Αράβων, οι επιτυχίες των πρώτων ημερών αναπτέρωσαν κάπως το ηθικό τους και έκαναν φανερό ότι το Ισραήλ δεν ήταν πια σε θέση να διευθετεί κατά τις ορέξεις του τα πράγματα στην περιοχή. Από την άλλη, έγινε φανερό ότι μια αποφασιστική στρατιωτική νίκη κατά του Ισραήλ ήταν πέρα από τις δυνατότητές τους. Παρά τις αντιδράσεις ακραίων στοιχείων και από τις δύο πλευρές, η ιδέα της ειρήνης άρχισε να κερδίζει έδαφος. Στην πραγματικότητα, αυτή η κατάληξη δεν δυσαρεστούσε μακροπρόθεσμα κανέναν.
Δεν δυσαρεστούσε ούτε και τις μεγάλες δυνάμεις, και ιδιαίτερα τις ΗΠΑ. Αλλά και η ΕΣΣΔ, παρότι πάντα υποστηρικτική προς τους Άραβες, δεν θέλησε ποτέ να έρθει σε απευθείας αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ για το χατίρι τους, κι έτσι ήταν ουσιαστικά σε κάθε περίσταση υπέρ της διατήρησης του status quo. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να κλονιστεί και η αξιοπιστία της στα μάτια της αιγυπτιακής ηγεσίας, οδηγώντας σε μείωση της επιρροής της στην χώρα (ενώ στην Συρία διατηρήθηκε μέχρι σχεδόν πρόσφατα). Η Αίγυπτος ετοιμάζονταν για την μεγάλη στροφή προς την Δύση – και την ειρήνη.
Μετά την κατάπαυση του πυρός, Αιγύπτιοι και Ισραηλινοί στρατιωτικοί κάθισαν για πρώτη φορά από το 1948 στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων να μιλήσουν για ανακωχή. Οι συνομιλίες για διαρκή ειρήνη ήταν όμως κάτι πιο δύσκολο. Μόλις τέσσερα χρόνια αργότερα συμφώνησαν τα δύο κράτη να συνομιλήσουν επίσημα γι’ αυτήν. Ο Σαντάτ επισκέπτεται για τον σκοπό αυτό το Ισραήλ – μια δηλαδή de facto αναγνώριση, κάτι που του κοστίζει την κατακραυγή πολλών άλλων αραβικών χωρών και την αποπομπή της Αιγύπτου από τον Αραβικό Σύνδεσμο, του οποίου μέχρι τότε ήταν επικεφαλής.
Η συμφωνία κλείνει λίγο αργότερα (1978) στο Καμπ Ντέιβιντ παρουσία του προέδρου των ΗΠΑ Τζίμι Κάρτερ. Παίρνοντας την αιγυπτιακή υπόσχεση διαρκούς ειρήνης, το Ισραήλ σε αντάλλαγμα απομάκρυνε τους εποίκους από την χερσόνησο του Σινά που την επέστρεψε στην Αίγυπτο, με τον όρο να παραμείνει αποστρατικοποιημένη. Όμως τα ισραηλινά ανταλλάγματα δεν κάλυψαν τις προσδοκίες των Παλαιστινίων για δικό τους κράτος και τις σχετικές αποφάσεις του ΟΗΕ. Ο Ανουάρ Σαντάτ δολοφονείται τρία χρόνια αργότερα από εξτρεμιστές ισλαμιστές στρατιώτες που δεν μπορούσαν να αποδεχτούν το γεγονός της ειρήνευσης με το Ισραήλ.

Στο σημείο αυτό κλείνει προσωρινά το κεφάλαιο του αφιερώματος στο Μεσανατολικό που σχετίζεται με την ιστορία των Κρατών. Από το επόμενο άρθρο θα αρχίσει η περιγραφή της ιστορίας των Λαών. Αυτά τα δύο δεν συμπίπτουν αναγκαστικά.

(Επόμενο)

(Προηγούμενο)

Ο Νίκος Κουτρέτσης είναι μέλος της Εκτελεστικής Γραμματείας της Κίνησης Κοινωνικού Φιλελευθερισμού «εΜείς» και συντονιστής της Ομάδας Πολιτικής για την Διπλωματία και την Άμυνα.

Ο πόλεμος των έξι ημερών
Σχεδόν είκοσι χρόνια μετά την ίδρυσή του, το κράτος του Ισραήλ δεν είχε ακόμα κατοχυρώσει την ύπαρξή του, καθώς το σύνολο του αραβικού κόσμου είχε σαν στόχο την εξαφάνισή του. Στις αρχές του 1967 το κλίμα είχε γίνει ήδη πολύ βαρύ. Αίγυπτος, Συρία, Ιορδανία και Ιράκ συνήψαν στρατιωτική συμμαχία, οι αψιμαχίες ήταν καθημερινό φαινόμενο και ο Νάσερ προχώρησε σε ναυτικό αποκλεισμό, κάτι το οποίο το Ισραήλ δήλωσε ότι θεωρούσε casus belli. Μια μεγάλης έκτασης σύγκρουση φαινόταν αναπόφευκτη.

Ο πόλεμος των έξι ημερών (3ος Αραβοϊσραηλινός πόλεμος, αφού σαν δεύτερος θεωρείται μια σχετικά περιορισμένη σύγκρουση που έλαβε χώρα στη χερσόνησο του Σινά το 1956 στο πλαίσιο της κρίσης του Σουέζ) υπήρξε κομβικό σημείο για την εξέλιξη της Ιστορίας στην Μέση Ανατολή.

Τον Ιούνιο του 1967, σε μια υποδειγματική εφαρμογή του δόγματος του πρώτου πλήγματος, η αιφνιδιαστική επίθεση της ισραηλινής αεροπορίας διέλυσε κυριολεκτικά την υπέρτερη αιγυπτιακή όσο αυτή ήταν ακόμα στο έδαφος. Αποκτώντας έτσι6 days war planes πλήρη αεροπορική υπεροχή, οι ισραηλινές δυνάμεις δεν είχαν καμιά δυσκολία να καταλάβουν γρήγορα τη χερσόνησο του Σινά σταματώντας στην ανατολική όχθη της διώρυγας του Σουέζ. Στον βορρά αντίστοιχα οι Ισραηλινοί κατανικώντας τον συριακό στρατό καταλάμβαναν τα στρατηγικής σημασίας υψώματα του Γκολάν, ενώ ανατολικά η δυτικόφιλη Ιορδανία που μπήκε απρόθυμα στον πόλεμο, είδε να χάνονται τα εδάφη τής δυτικής όχθης του Ιορδάνη και, μέσα σ’ αυτά, το διαμάντι του στέμματος, η ιερή πόλη τριών θρησκειών, η Ιερουσαλήμ. Νέο κύμα εκατοντάδων χιλιάδων Παλαιστίνιων προσφύγων δημιουργείται, κυρίως προς την Ιορδανία, αν και πάνω από ένα εκατομμύριο κάτοικοι επέλεξαν να παραμείνουν στις εστίες τους.


Η δύση του παναραβισμού
Το διεθνές γόητρο του Ισραήλ ανέβηκε κατακόρυφα μετά τον πόλεμο των έξι ημερών (ο κόσμος μπορεί να συμπονά τους ηττημένους, αλλά θαυμάζει τους νικητές), ενώ αντίστοιχα το γόητρο των Αράβων καταβαραθρώθηκε. Ο μεγάλος χαμένος ήταν ο Νάσερ, που οι φιλοδοξίες του να ηγηθεί του αραβικού κόσμου κατέρρευσαν μέσα σε λίγες – στην πραγματικότητα – ώρες. Μαζί με τις φιλοδοξίες του Αιγύπτιου προέδρου, κατέρρευσε στην ουσία και ο παναραβισμός.

Αν οι Άραβες ενωμένοι δεν μπορούσαν να πετύχουν τον κοινό εθνικό τους στόχο, δηλαδή τη συντριβή του Ισραήλ, τότε προς τι να ενωθούν;

Δεν πρέπει να παραβλέπουμε την κοινωνικοπολιτική πλευρά του θέματος. Τα κράτη, ακόμα και τα τεχνητά, δημιουργούν και παγιώνουν δομές διοικητικές και εξουσίας που απευθύνονται στους δικούς τους πολίτες, κι αυτοί με τη σειρά τους συνδέονται, συναλλάσσονται και τελικά εξαρτώνται απ’ αυτές, κι όχι από κάποια γενική και αφηρημένη ιδέα περί ενότητας. Κι αυτό ισχύει φυσικά ακόμα περισσότερο όταν ούτε καν μπορούν να επαφίονται σ’ αυτήν για την επιτυχή εξόντωση ενός αντιπάλου ο οποίος φαντάζει τελείως ακατανίκητος.

Άλλωστε, κι από παλιότερα ο παναραβισμός δεν είχε δώσει μέχρι τότε και τα καλύτερα δείγματα γραφής. Ενδεικτικά:

  • Το Ιράκ και η Συρία, δυο χώρες με τόσα πολλά κοινά σημεία ώστε να κυβερνώνται από κλάδους του ίδιου κόμματος (το σοσιαλιστικό κόμμα Μπάαθ), είχαν φτάσει κάποια στιγμή μέχρι και στο χείλος ενός μεταξύ τους πολέμου.
  • Σε άλλο παράδειγμα, οι Παλαιστίνιοι πρόσφυγες είχαν αποδειχτεί κακός μπελάς για αρκετές από τις αραβικές χώρες, και περισσότερο για τον μετριοπαθή βασιλιά της Ιορδανίας Χουσεΐν, καθώς τον πίεζαν συνεχώς για ανάληψη πολεμικής δράσης και συμμετοχή σε συγκρούσεις κατά του Ισραήλ, που μόνον σε καλό δεν του έβγαιναν.
  • Τέλος, το πείραμα της Ηνωμένης Αραβικής Δημοκρατίας, μιας ένωσης Αιγύπτου – Συρίας, κράτησε μόνο τρία χρόνια (1958-1961), καθώς οι Σύριοι δεν μπορούσαν να ανεχθούν επί μακρόν το καπέλωμα από τους ισχυρούς αδελφούς τους.

Για ποιον παναραβισμό λοιπόν να μιλάμε;

(Επόμενο)

(Προηγούμενο)

Ο Νίκος Κουτρέτσης είναι μέλος της Εκτελεστικής Γραμματείας της Κίνησης Κοινωνικού Φιλελευθερισμού «εΜείς» και συντονιστής της Ομάδας Πολιτικής για την Διπλωματία και την Άμυνα.

Ο Αραβικός εθνικισμός
Η εφαρμογή της συμφωνίας Σάικς - Πικό που είδαμε στο πρώτο μέρος, δημιούργησε μια σειρά όχι ανεξάρτητων κρατών αλλά προτεκτοράτων. Σαν αποτέλεσμα εμφανίζεται στον μεσοπόλεμο ένα ισχυρό εθνικιστικό κίνημα στην περιοχή, που στρέφεται πια κατά των νέων κατακτητών. Αναπτύσσεται έτσι αυτό που θα λέγαμε με όρους που έγιναν μάλλον μεταγενέστερα οικείοι, μια εθνικιστική - αντιιμπεριαλιστική ιδεολογία. Το φαινόμενο ενέτεινε ο όλο και πιο φανερός σιωνιστικός κίνδυνος. Τα προτεκτοράτα απέκτησαν τελικά την ανεξαρτησία τους κατά το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πόλεμου (στην πλειοψηφία τους από το 1943 μέχρι το 1946), με τη βρετανική παρουσία στην Παλαιστίνη να λήγει τελευταία, ταυτόχρονα με την ανακήρυξη του εβραϊκού κράτους το 1948. Οι ευρωπαϊκές αποικιοκρατικές δυνάμεις εγκατέλειψαν το πεδίο, η νέα πραγματικότητα όμως περιελάμβανε πια και το κράτος του Ισραήλ.

Έκτοτε, οι περιπέτειες της αντιπαράθεσης με τον Ισραήλ διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της αραβικής σκέψης και της αραβικής πολιτικής ζωής, κάτι που συνεχίζεται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο μέχρι σήμερα.

Αρκετοί από τους πρωτεργάτες του εθνικιστικού ρεύματος ήταν Άραβες Χριστιανοί – που όντας από παιδεία πιο ανοιχτοί σε ευρωπαϊκά διανοητικά ρεύματα και απαλλαγμένοι από θρησκευτικές αγκυλώσεις ισλαμικού τύπου, οραματίζονταν ένα κράτος κοσμικό, βασισμένο στην κοινή αραβική γλώσσα και τον αραβικό πολιτισμό, όπου θα μπορούσαν να είναι ισότιμο μέρος του έθνους.
Ο αραβικός εθνικισμός, ριζοσπαστικοποιείται και συνδέεται με σοσιαλιστικές ιδέες ιδίως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς αναπτύσσονταν τάσεις κατά των μοναρχιών και των φεουδαρχικών δομών. Άλλωστε, προς αυτές στράφηκε και η λαϊκή δυσαρέσκεια για την ταπεινωτική ήττα των Αράβων στον 1ο Αραβοϊσραηλινό πόλεμο, που είχε ως συνέπεια την απώλεια του μεγαλύτερου τμήματος της Παλαιστίνης.
Τα κοσμικά καθεστώτα, που συνήθως μέσω στρατιωτικού πραξικοπήματος κατέλαβαν την εξουσία σε διάφορες αραβικές χώρες, είχαν γενικά αυταρχικό χαρακτήρα, αλλά έχαιραν σημαντικής λαϊκής υποστήριξης. Ο σοσιαλιστικός χαρακτήρας που προέτασσαν ήταν ένα μείγμα αντι-ιμπεριαλισμού και λαϊκότητας, που θεωρούσαν ότι θα εξασφάλιζε την εσωτερική ενότητα και θα επέτρεπε αυτόνομη ανάπτυξη, σε συνδυασμό με τις ιδέες του παναραβισμού.
Η ιδέα του παναραβισμού
Με τον όρο «παναραβισμός» εννοούμε την ιδεολογία που υποστηρίζει ότι οι Άραβες αποτελούν ενιαία εθνική οντότητα, και έχει ως κεντρικό στόχο τη δημιουργία αραβικού έθνους-κράτους. Η θέση αυτή είναι ασύμβατη με την ύπαρξη των πολλών αραβικών κρατών που προέκυψαν από το σύμφωνο Σάικς - Πικό, κι έτσι ρίζωσε περισσότερο σε περιοχές που τα σύνορα ήταν «τεχνητά» (αυθαίρετα). Παρά τη νέα πραγματικότητα όμως που είχε δημιουργηθεί, ο παναραβισμός μπόρεσε για καιρό να είναι ισχυρό ιδεολογικό ρεύμα, αφού ήταν συμβατός και με τον αραβικό σοσιαλισμό και εθνικισμό.
Ως ιδεολογία μπορεί να τα πήγε καλά, και μάλιστα να συγκινεί σε κάποιο βαθμό ακόμα, στην πράξη όμως όχι. Προϋπόθεση της επιτυχίας του ήταν να υπάρξει μια ισχυρή δύναμη με επικεφαλής έναν φωτισμένο ηγέτη, που θα μπορούσε να πετύχει την αραβική ενότητα και να αντιμετωπίσει τον σιωνισμό. Αυτή η δύναμη υπήρχε και ήταν η Αίγυπτος, το πολυπληθέστερο αραβικό κράτος της περιοχής, με σημαντική ισχύ και ιστορία χιλιετιών. Κι ο χαρισματικός ηγέτης υπήρχε κιnasser 1 αυτός, και λεγόταν Γκαμάλ Άμπντελ Νάσερ. Το αστέρι του έφτασε στο ζενίθ με την κρίση στο Σουέζ, όπου παίζοντας δυναμικά και επιδέξια, κατάφερε να απομακρύνει τους Αγγλογάλλους από την διώρυγα, να βάλει τη Ρωσία στο παιχνίδι της Μέσης Ανατολής, να καλλιεργήσει τις σχέσεις του με τις ΗΠΑ, να ηγηθεί του κινήματος των αδεσμεύτων και να ενσαρκώσει τις ελπίδες των λαών της περιοχής για παναραβική εθνική και κοινωνική αναγέννηση. Το σερί των επιτυχιών του όμως ανέτρεψε με τρόπο βίαιο και δραματικό ο πόλεμος των έξι ημερών.

(Επόμενο)

(Προηγούμενο)

Ο Νίκος Κουτρέτσης είναι μέλος της Εκτελεστικής Γραμματείας της Κίνησης Κοινωνικού Φιλελευθερισμού «εΜείς» και συντονιστής της Ομάδας Πολιτικής για την Διπλωματία και την Άμυνα.

Μια αναδρομή στην ιστορία του προηγούμενου τουλάχιστον αιώνα είναι αναγκαία, αν θέλουμε να βάλουμε κάποια τάξη στις σκέψεις μας πάνω στο απίστευτο κουβάρι της Μέσης Ανατολής και να καταλάβουμε καλύτερα τα δικαιώματα και τις διεκδικήσεις των λαών της, πριν αρχίσουμε να δίνουμε δίκιο και άδικο. Ας ξεκινήσουμε απλά, παραβλέποντας αναγκαστικά κάποια κάπως δευτερεύοντα σημεία.

Το σύμφωνο Σάικς – Πικό

Ο πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος βάζει αντιμέτωπες τις δυνάμεις της Αντάντ με τις Κεντρικές Δυνάμεις. Η περιοχή της Μέσης Ανατολής γίνεται πεδίο ισχυρών συγκρούσεων, καθώς οι Άραβες εξεγείρονται κατά της Οθωμανικής κυριαρχίας (συμμάχου των Κεντρικών Δυνάμεων), έχοντας τη βοήθεια των Αγγλογάλλων (θυμηθείτε την εμβληματική μορφή του Λώρενς της Αραβίας). Προτού ακόμα τελειώσει ο πόλεμος (έτσι γίνεται πάντα), οι διαφαινόμενοι νικητές μοιράζονται τα λάφυρά του. Στην περιοχή αυτή η μοιρασιά έγινε τον Μάη 1916 με το σύμφωνο Σάικς-Πικό (Sykes-Picot Agreement). Ήταν μια μυστική συμφωνία, στην οποία αρχικά συμμετείχε και  η Ρωσία, η οποία ωστόσο βρέθηκε αναγκαστικά εκτός μετά την Οκτωβριανή επανάσταση και τη συνθηκολόγησή της με τη Γερμανία.

Η Μέση Ανατολή μοιράστηκε σε ζώνες κυριαρχίας και ζώνες επιρροής των Αγγλογάλλων, όπως φαίνεται στον χάρτη, που αποτυπώνει και τα σύνορα των σημερινών κρατών, ώστε να είναι εύκολη η αντιπαραβολή με την κατάσταση που επικράτησε τελικά. Τα κράτη που δημιουργήθηκαν είχαν μια μάλλον σκιώδη εξουσία, καθώς αποτελούσαν προτεκτοράτα των δύο δυνάμεων. Η Γαλλία πήρε ουσιαστικά τη σημερινή Συρία και τον Λίβανο (οι γηραιότεροι εκεί ακόμα έχουν σαν δεύτερη γλώσσα τα Γαλλικά), ενώ η Αγγλία πήρε το σημερινό Ισραήλ και τα Παλαιστινιακά εδάφη, την Ιορδανία και μεγάλο μέρος του Ιράκ.

Η συμφωνία Σάικς-Πικό δέχτηκε αρκετές επικρίσεις ότι χάραξε τεχνητά σύνορα στη Μέση Ανατολή και αγνόησε κάποιες από τις θρησκευτικές ιδιαιτερότητες, ιδίως στο Ιράκ και την ανατολική Συρία. Από την άλλη, ο Λίβανος δημιουργήθηκε ως ξεχωριστό κράτος λόγω της πλειοψηφίας (τότε) των χριστιανών στην περιοχή, αλλά και οι κρατικές οντότητες που προέκυψαν σαν αποτέλεσμα από τη συμφωνία διατηρούνται μέσες – άκρες μέχρι σήμερα.

Το κράτος του Ισραήλ

Τέλος του 19ου – αρχές του 20ου αιώνα

Το Ισραήλ δεν προέκυψε σαν αποτέλεσμα της συμφωνίας Σάικς-Πικό, αλλά ήταν απόρροια μακρόχρονης προσπάθειας των Εβραίων της Διασποράς ήδη από το τέλος του 19ου αιώνα για εποικισμό της ιστορικής τους κοιτίδας. Το 1917, ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Άρθουρ Τζέιμς Μπάλφουρ στέλνει ένα γράμμα στον ηγέτη της εβραϊκής κοινότητας της Μεγάλης Βρετανίας Λόρδο Ρότσιλντ, ζητώντας ουσιαστικά την υποστήριξη της  Διεθνούς Σιωνιστικής Ομοσπονδίας στην προσπάθεια να τερματιστεί η ουδετερότητα των ΗΠΑ ώστε να μπουν κι αυτές στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ. Σαν αντάλλαγμα, δόθηκε η υπόσχεση για την εγκαθίδρυση μιας «εβραϊκής πατρίδας» στην Παλαιστίνη, με σεβασμό στα δικαιώματα των λαών που ζούσαν ήδη στην περιοχή. Η επιστολή αυτή λήφθηκε υπόψη τρία χρόνια αργότερα στη Συνθήκη των Σεβρών. Φυσικά την ίδια περιοχή (σημερινό Ισραήλ) οι Άγγλοι την είχαν υποσχεθεί και στους Άραβες. Ενθαρρυμένοι και από τη διακήρυξη Μπάλφουρ, οι Εβραίοι άρχισαν να συρρέουν και να εγκαθίστανται στην (υπό προσωρινή βρετανική διοίκηση, βάσει και εντολής της Κοινωνίας των Εθνών) Παλαιστίνη, παρά την εχθρική στάση του ντόπιου αραβικού πληθυσμού.

Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο

Μετά τις διώξεις των Εβραίων στην Ευρώπη και το Ολοκαύτωμα κατά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο, η μετανάστευση αυτή έγινε ιδιαίτερα έντονη με αποτέλεσμα την ανατροπή των πληθυσμιακών δεδομένων και την έναρξη αιματηρώνONU Palestine 400 συγκρούσεων. Το 1947, ο ΟΗΕ αποφάσισε να χωριστεί η Παλαιστίνη σε δύο κράτη όπως στον χάρτη, το Ισραηλινό (μπλε χρώμα, 55,5% του εδάφους της) και το Αραβικό (πράσινο, 45,5% του εδάφους), ενώ η Ιερουσαλήμ να παραμείνει κατ’ αρχάς διεθνής πόλη. Οι Εβραίοι αποδέχτηκαν την απόφαση του ΟΗΕ, έχοντας πιθανόν και μελλοντικές βλέψεις, ενώ οι Άραβες την απέρριψαν χωρίς δεύτερη κουβέντα. Η Αγγλία, καταπονημένη, αποχωρεί από την Παλαιστίνη, με τελικό αποτέλεσμα την ανακήρυξη του κράτους του Ισραήλ το 1948. Λόγω των συγκρούσεων, ή και με προτροπή των ηγετών τους, ο αραβικός πληθυσμός εγκαταλείπει μαζικά την περιοχή καταφεύγοντας σε φίλια κράτη, δημιουργώντας έτσι ένα μεγάλο κύμα Παλαιστινίων προσφύγων, που υπολογίζεται γύρω στις 700.000 άτομα.

Το νεοσύστατο κράτος αναγνωρίζουν αμέσως ΗΠΑ και Ρωσία. Τα αραβικά κράτη, θεωρώντας το ως εύκολη λεία, του κηρύσσουν τον πόλεμο (1ος αραβοϊσραηλινός πόλεμος, 1948-1949). Δεν τα πήγαν τόσο καλά όσο περίμεναν.

(Επόμενο)

Ο Νίκος Κουτρέτσης είναι μέλος της Εκτελεστικής Γραμματείας της Κίνησης Κοινωνικού Φιλελευθερισμού «εΜείς» και συντονιστής της Ομάδας Πολιτικής για την Διπλωματία και την Άμυνα.

Francis Fukuyama, ο εγελιανός φιλελεύθερος ιστορικιστής, Samuel P. Huntington, ο φιλελεύθερος democrat ιστορικιστής και Karl Popper, ο φιλελεύθερος αντι-ιστορικιστής.

Francis Fukuyama

Το 1989 ο Fukuyama δημοσίευσε το άρθρο "The End of History?", όπου υποστήριζε ότι με την Πτώση του Τείχους, τελειώνει και η... ιστορία. Η φιλελεύθερη δημοκρατία νίκησε, έγραψε ο Fukuyama, το μόνο που μένει πια είναι να «εφαρμοστεί» και να «συνειδητοποιηθεί» και από τον υπόλοιπο κόσμο, όπως, κατά τον Έγελο, με τη Γαλλική Επανάσταση είχε (ξανά) τελειώσει η.. ιστορία, και το μόνο που έμενε ήταν ο Ναπολέοντας, το «παγκόσμιο πνεύμα πάνω στο άλογο», να εφαρμόσει τα ιδεώδη της στον κόσμο και αυτά να «συνειδητοποιηθούν» από το παγκόσμιο Geist.
Τρομακτικές ιστορίες για μεγάλα παιδιά.

Πίστεψε όμως πραγματικά ο Fukuyama ότι π.χ. η Κίνα ή το Ισλάμ ή ακόμα και η Ρωσία θα γίνονταν ποτέ σαν τις δυτικές φιλελεύθερες δημοκρατίες; Δεν αποκλείεται. Ίσως να μην του πέρασε ποτέ από το μυαλό ότι υφίσταται ασυμμετρία ανάμεσα στους πολιτισμούς και ότι αν κάτι δεν γεννηθεί μέσα από τον ίδιο τον εκάστοτε πολιτισμό, από την κοινωνική βάση από τα κάτω, δεν δύναται να αποτελέσει ποτέ κεκτημένο, αλλά απλά ξένο κοστούμι, που προέκυψε είτε από επιβολή διά της ισχύος είτε από κάλπικη αντιγραφή και μιμητισμό.

Αλλά, το ερώτημα που μάλλον πρέπει να θέσουμε από μεθοδολογική σκοπιά είναι αν πίστεψε, έστω και μια στιγμή, ότι μπορεί να υπάρξει «μετα-ιστορία», διότι όταν μιλάς για το «Τέλος της Ιστορίας», προάγεις μοιραία και το αφήγημα μίας «μετα-ιστορίας». Αυτό όμως είναι ακόμα πιο α-νόητο και από μία φιλελεύθερη δημοκρατική Κίνα. «Μετα-ιστορία», «μετα-σκέψη», «μετα-φιλοσοφία» κτλ, τα «μετά» πολλαπλασιάζονται πιο γρήγορα απ' όσο τα καταναλώνουμε. Το «μετά» σημαίνει ότι η ιστορία τελειώνει, ολοκληρώνεται, και βγαίνουμε, εμείς οι άνθρωποι, έξω από αυτήν, για να την αντικρίσουμε αποπερατωμένη.
Μα όσο υπάρχουν άνθρωποι θα υπάρχει και ιστορία, δεν γίνεται να βγούμε έξω από αυτή για να την παρατηρήσουμε από ένα εξωτερικό και αντικειμενικο σημείο, όπως το "σημείο του Θεού". Το τέλος της ιστορίας είναι, μοιραία, και το τέλος των ανθρώπων, σε αντίθεση π.χ. με το τέλος ενός ιστορικού ρεύματος, που μπορεί να έχει «μετά», όπως το τέλος του μοντερνισμού το ακολούθησε ο «μετα-μοντερνισμός». Εξίσου α-νόητα είναι, κατά συνέπεια, και τα «μετα-φιλοσοφία» ή «μετα-σκέψη», «μετα-άνθρωπος» κ.ο.κ.: θα πρέπει πρώτα να τελειώσουν, να ολοκληρωθούν και να κλείσουν, για να τα δούμε έπειτα από κάποιο εξωτερικό σημείο. Γίνεται να «τελειώσει» ή να «αποπερατωθεί» π.χ. ο άνθρωπος για να τον δούμε.. έξω από αυτόν εμείς οι.. άνθρωποι; Δεν είναι τυχαίο ότι ο «μετα-άνθρωπος» καλείται “transhuman” (που συναντάται για πρώτη φορά στην αναγέννηση και τον Pico Mirandola και εκφράζει απλώς και μόνον μία υπέρβαση του ήδη υπάρχοντος και όχι ριζική αποπεράτωση) ενώ αναφορικά με τον Homo Digitalis καλείται “posthuman”, και όχι “metahuman”.
Όπως ήταν αναμενόμενο, ο φιλελεύθερος εγελιανός ιστορικισμός του Fukuyama πούλησε σαν τρελός, όπως πουλάνε όλοι οι ιστορικισμοί, από τον ιουδαϊκό και τον χριστιανικό μεσσιανισμό μέχρι τον εγελιανό, τον μαρξιστικό και τον κουνιανό, και έγινε η επικρατούσα ιδεολογία της δύσης. Το άρθρο του ξεπέρασε κάθε άλλο σε αναφορές, και έπειτα από τρία χρόνια έβγαλε και βιβλίο με τίτλο "The End of History and the Last Man" (1992) όπου απαντούσε σε κριτικές και θεμελίωνε καλύτερα τη θέση του ότι η ιστορία.. τελείωσε (είναι αστείο και μόνο να το λες) με τη φιλελεύθερη δημοκρατία και ότι ο δυτικός άνθρωπος είναι ο «Τελευταίος Άνθρωπος» (ως ανθρωπότυπος). Προς επίρρωση αυτών, μάλιστα, χρησιμοποιεί στο βιβλίο του Έγελο, Μαρξ, Νίτσε και Πλάτωνα.

Samuel P. Huntington

Τέσσερα χρόνια μετά από την έκδοση του βιβλίου του Fukuyama, o Samuel P. Huntington σήκωσε το γάντι και του απάντησε μέσα από το βιβλίο του "Clash of Civilizations" (1996), τίτλο που πήρε από τον Albert Camus. Στο βιβλίο του ο Huntington υποστήριξε, μέσα από ένα καθαρά σπενγκλεριανό σχήμα, ότι ανθρώπινα δικαιώματα, φιλελεύθερη δημοκρατία, ελεύθερη αγορά κτλ, είναι πολιτισμικά παράγωγα, που μόνον σε συγκεκριμένους πολιτισμούς εμφανίζονται και που θα πεθάνουν, μαζί με τους εν λόγω πολιτισμούς. Ο Huntington κατανόησε την εγγενή ασυμμετρία που αγνόησε ο Fukuyama, ότι δηλαδή ο πολιτισμός αντιγράφεται αλλά δεν αφομοιώνεται αν δεν τον δημιουργείς εσύ ο ίδιος, και ότι όλα αυτά που ο Fukuyama υποστήριξε ότι θα γίνουν «καθολικά» και «παγκόσμια» δεν ανήκουν παρά σε έναν συγκεκριμένο πολιτισμό μιας συγκεκριμένης εποχής, τον δυτικό, που ορίζει ως «καθολικό-προτεστανικό», βγάζοντας εκτός την... Ελλάδα, ως ανήκουσα στον... ανατολικό «σλαβο-ορθόδοξο». Τέλος της ιστορίας δεν μπορεί να υπάρξει, λέει ο Huntington, με την έννοια μίας ιδεολογίας που «κερδίζει» άλλες, και αποπερατώνεται η ίδια η ιστορία μέσω της εφαρμογής της, ούτε βέβαια γίνεται ποτέ να επικρατήσει μία μόνον κοσμοθέαση στους ανθρώπους, διότι ο διαφορισμός είναι εγγενής όχι μόνον της ανθρώπινης κατάστασης, αλλά και της ίδιας της φύσης. Αντί για «Τέλος της Ιστορίας», με την πτώση του Τείχους και το πέρας του Ψυχρού Πολέμου, θα περάσουμε σε έναν νέο, πολιτισμικό πόλεμο, όπου δεν θα υφίσταται πια κάποιο δίπολο ισχύος, όπως συνέβαινε στον Ψυχρό Πόλεμο, αλλά που θα είναι πολυπολικός. Προς επίρρωση αυτών, προέβη και σε μία «πρόβλεψη»: Στις επόμενες δεκαετίες θα φανεί ότι όχι μόνον δεν αφομοιώνεται ο δυτικός πολιτισμός από την ανατολή και «Τελειώνει η Ιστορία», όπως υποστήριξε ο Fukuyama, αλλά αντιθέτως θα γνωρίσουμε και την «αντεπίθεση» των πιο ακραίων αντί-δυτικών, των ριζοσπαστών ισλαμιστών και ο δυτικός πολιτισμός, ο καθολικο-προτεσταντικός δηλαδή σύμφωνα με τις κατηγοριοποιήσεις του, ως μειοψηφικός πληθυσμιακά και σε παρακμή, κινδυνεύει να καταρρεύσει, και μαζί του και οι αξίες του.

Karl Popper

Κι αυτό «ιστορικισμός» όμως δεν είναι; Ένα, δηλαδή, αφήγημα ιδεολογικό που δήθεν μας «αποκαλύπτει» το δήθεν «κρυφό νόημα της ιστορίας» και συγχρόνως «προφητεύει» το μέλλον προεξοφλώντας το; Αυτοί είναι οι όροι που χρησιμοποιεί ο ίδιος ο Popper για να περιγράψει τον ιστορικισμό, τον οποίον θεωρεί καθαρή θεολογία. Το συμπέρασμα του Karl Popper ήταν ότι κάθε ιστορικισμός δεν μπορεί παρά να είναι ψευδής, μία ιδεολογία δηλαδή με την αρνητική έννοια του όρου. Δεν είναι τυχαίο ότι όλες οι ιδεολογίες αντλούν τη δικαιο-λόγησή τους πάντα από την ιστορία, είτε άμεσα είτε έμμεσα: o ιστορικισμός είναι το βασικό συστατικό κάθε ιδεολογίας. Απλώς αντί για την πλάνη του «Τέλους της Ιστορίας» ο Huntington αναπαράγει τον σπενγλεριανό κυκλικό ιστορικισμό του «Τέλους των Πολιτισμών», της κυκλικής αποπεράτωσής τους – όλες οι προφητείες εξάλλου χρειάζονται μία αποκάλυψη του «τέλους» για να είναι γνησίως εσχατολογικές και να πουλάνε. Αλλιώς τι προφητείες είναι και πώς θα τραβήξουν το ενδιαφέρον και την αναγνώριση του κόσμου οι προφήτες τους;
Ο Mario Vargas Llosa συνοψίζει την θέση του Popper περί ιστορικισμού ως εξής:
“If you believe the history of man is written before it happens; if you believe life is a social and economic mechanism over which individuals have little or no influence; if you believe that the progression of mankind in time is rational, coherent, and therefore foreseeable; if, in short, you believe history has a secret meaning that, in spite of its infinite diversity, gives it a coordinated, logical order, like a puzzle in which all the pieces find their right place, then, for Popper, you are a historicist. You are an idolater of history and, consciously or not, secretly afraid of freedom and of taking the responsibility that comes with accepting life as a permanent creation.”. (Mario Vargas Llosa, "The Importance of Karl Popper", p. 19).

Στην εικόνα ο χάρτης των νέων πόλων ήπιας ισχύος, δηλαδή πολιτισμικής, που διαμορφώθηκαν έπειτα από τον τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου, σύμφωνα με τον Huntington:
1. Με μπλε χρώμα ο δυτικός πολιτισμός
2. Με γαλάζιο χρώμα ο σλαβο-ορθόδοξος
3. Με πράσινο χρώμα ο ισλαμικός
4. Με κίτρινο χρώμα ο βουδιστικός
5. Με πορτοκαλί χρώμα ο ινδουιστικός
6. Με μπεζ χρώμα ο αφρικανικός
7. Με μωβ χρώμα ο λατινοαμερικανικός

google news iconΤο Social-Lib είναι εγκεκριμένος εκδότης στην υπηρεσία Google News. Ακολουθήστε μας για να έχετε άμεση ενημέρωση και πρόσβαση στην αρθρογραφία: Social-Lib.gr - Google News .

Έγραψαν Πρόσφατα

Κοινωνικός Φιλελευθερισμός

Το Social.lib είναι ένας δικτυακός τόπος συζήτησης και ανάδειξης των καθημερινών οικονομικών, κοινωνικών, πολιτισμικών και πολιτικών ζητημάτων υπό το πρίσμα του Κοινωνικού Φιλελευθερισμού.