Διαπιστώσεις
Σε παγκόσμιο επίπεδο και στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες, οι σχέσεις εκκλησίας κράτους έχουν διαχωριστεί. Έτσι η κάθε πλευρά μπορεί να φροντίζει τις υποχρεώσεις της προς τους ανθρώπους της, ανεξάρτητα η μία από την άλλη και σύμφωνα με τις συνταγματικές προβλέψεις κάθε χώρας.
Η Ελλάδα είναι μία από τις ελάχιστες Ευρωπαϊκές χώρες που αναγνωρίζει επίσημη θρησκεία και δεν έχει προβεί στον διαχωρισμό κράτους και εκκλησίας. Στο σύνταγμά της ορίζεται ως επικρατούσα θρησκεία η της ανατολικής ορθόδοξης εκκλησίας του Xριστού. Το γεγονός αυτό δεν αποτελεί προϊόν οπισθοδρόμησης αλλά ιστορικών συνθηκών από ιδρύσεως του κράτους. Θεοκρατικό καθεστώς ουδέποτε υπήρξε στην Ελλάδα.
Η αναγκαιότητα του διαχωρισμού κράτους και εκκλησίας
Η θρησκευτική πίστη είναι μια προσωπική υπόθεση που άπτεται πνευματικών κυρίως πεποιθήσεων, για τις οποίες δεν έχει λόγο το κράτος. Ο καθένας μας είναι ελεύθερος να πιστεύει ό,τι θέλει, να ενστερνίζεται θρησκευτικά δόγματα της αρεσκείας του, να συμμετέχει στις εκκλησίες των δογμάτων ή να ιδρύει δικές του. Αρκεί, βέβαια, να σέβεται το σύνταγμά μας και τους νόμους μας.
Το κράτος δεν εμπλέκεται σε αυτές τις πεποιθήσεις μας ούτε φυσικά στην ερμηνεία του θείου. Είναι ένας οργανισμός που καλείται να υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον και μόνο. Το δημόσιο συμφέρον προκύπτει από τις κοινές ανάγκες των πολιτών οι οποίες χρήζουν συλλογικής αντιμετώπισης και έχουν ανάγκη συλλογικών οργάνων για να εξυπηρετηθούν. Το κράτος, ως συλλογικό όργανο, δεν πρέπει να παίρνει θέση υπέρ οιωνδήποτε θρησκευτικών πεποιθήσεων, ακόμη και αν αυτές τις ενστερνίζεται η πλειονότητα των πολιτών. Οι θρησκευτικές πεποιθήσεις, ατομικές, μεγαλύτερων ομάδων ή/και συλλογικές, δεν συγκροτούν κάποια κοινή ανάγκη του είδους που χρειάζεται η εμπλοκή του κράτος για να ικανοποιηθεί. Αυτή η ανάγκη μπορεί να ικανοποιηθεί από τους πιστούς, στους δικούς τους χώρους και από τα δικά τους εκκλησιαστικά όργανα.
Η εκκλησία και το κράτος είναι δύο διαφορετικές οντότητες.
Αυτό αποσαφηνίστηκε και οριοθετήθηκε εδώ και πολύ καιρό στις περισσότερες ευρωπαϊκές δημοκρατίες που συγκροτήθηκαν σταδιακά από τον Διαφωτισμό και μετά. Σήμερα δεν υπάρχει σχεδόν κανένα κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης που να μην είναι καθαρά κοσμικό, διαχωρισμένο πλήρως από την εκκλησία, εκτός από το ελληνικό και το κυπριακό. Αυτή η υστέρηση της χώρας μας πέραν του ότι δείχνει την ελλιπή εμπέδωση της σύγχρονης δημοκρατίας στην πρόσφατη ιστορία της, συντελεί στην καθήλωσή της σε ένα παρελθόν που όχι σπάνια την παρεμποδίζει να παρακολουθήσει τις εξελίξεις.
- Συχνά οι ποικίλες μορφές κρατικής εξουσίας επιχειρούν να εκμεταλλευτούν ή και να χρησιμοποιήσουν προς συγκεκριμένο σκοπό τα θρησκευτικά αισθήματα. Όταν το πετυχαίνουν, ακυρώνεται η αβίαστη συμμετοχή των πολιτών και η αξία των επιλογών και των ενεργειών τους.
- Όταν με τη σειρά της μια εκκλησία διαθέτει στοιχεία και μέσα με χαρακτηριστικά κρατικής ισχύος, τείνει στην επιβολή του δόγματός της και όχι στην ελεύθερη επιλογή του από τα άτομα. Το αποτέλεσμα είναι η διπλή υποβάθμιση των ατόμων τόσο ως ενεργών πολιτών όσο και ως πιστών που επιλέγουν το θρήσκευμά τους ελεύθερα.
Αν στα παραπάνω προσθέσουμε και τη δυσλειτουργία του κράτους από την εμπλοκή του με την εκκλησία, καταλήγουμε ο δεσμός αυτός να αποτελεί μια τροχοπέδη που συντελεί στην παρεμπόδιση της εξέλιξης ακόμη και σε πλήθος πεδίων του δημόσιου βίου που δεν σχετίζονται με τη θρησκεία.
Δεν σκοπεύουμε ούτε επιθυμούμε να υπεισέλθουμε σε θέματα θρησκευτικής πίστης. Όμως αυτός ο «μοιραίος δεσμός» κράτους-εκκλησίας είναι δυστυχώς ισχυρός στη χώρα μας και χρειάζεται να λυθεί.
Έχοντας καθαρή εικόνα των επιπτώσεων του εναγκαλισμού κράτους και εκκλησίας και χωρίς αισθήματα εχθρότητας προς την εκκλησία, υποστηρίζουμε τον πλήρη διαχωρισμό των δραστηριοτήτων που σχετίζονται με την άσκηση της θρησκευτικής πίστης από τις δραστηριότητες άσκησης της κρατικής εξουσίας. Ο διαχωρισμός είναι αναγκαίος τόσο για να προστατευθούν οι θρησκευτικές δραστηριότητες από κρατικές παρεμβάσεις, όσο και για να απαλλαγούν οι κρατικές από θρησκευτικού χαρακτήρα περιεχόμενο.
Τι συνεπάγεται ο διαχωρισμός
- Την απομάκρυνση των εκκλησιαστικών συμβόλων, κατηχήσεων και τελετουργιών από τους δημόσιους χώρους, από τις τελετές και τις υπηρεσίες που τελούν υπό την αιγίδα του κράτους, όπως και αντίστοιχα την πλήρη αποχώρηση του κράτους από τους εκκλησιαστικούς χώρους. Χωρίς βεβαίως να θίγεται το δικαίωμα των ατόμων να φέρουν επάνω τους, εφόσον το επιθυμούν, στοιχεία δήλωσης της θρησκευτικής τους ταυτότητας. Οι χώροι των Δημοσίων Υπηρεσιών, της Παιδείας, της Δικαιοσύνης, της Αστυνομίας, του Στρατού, κλπ. πρέπει να είναι ταγμένοι καθαρά στον ρόλο τους ως θεσμών και οργάνων του κράτους, χωρίς κανένα θρησκευτικό πρόσημο, χωρίς αγιασμούς και εκκλησιασμούς, χωρίς ορκωμοσίες σε θρησκευτικά σύμβολα κλπ.
- Καθιερώνεται ως υποχρεωτικός ο πολιτικός γάμος και η υποχρεωτική ονοματοδοσία των παιδιών κατά τη δήλωση της γέννησής τους ως διοικητικές πράξεις που δεν αντικαθίστανται από εκκλησιαστικά μυστήρια η τέλεση των οποίων δεν παρεμποδίζεται κατά κανένα τρόπο και μπορούν να τελούνται παράλληλα από όσους το επιθυμούν.
- Επίσης και δεδομένου ότι η εκκλησία είναι μη κυβερνητικός οργανισμός θα πρέπει να απωλέσει τον χαρακτήρα του ΝΠΔΔ, ώστε να μην απολαμβάνει της προστασίας και των προνομίων που έχουν τα κρατικά ΝΠΔΔ. Έτσι ούτε θα διορίζονται με προεδρικά διατάγματα οι επίσκοποι ούτε θα υπάρχει υποχρέωση χρήσης του ΑΣΕΠ για τους εκκλησιαστικούς υπαλλήλους ούτε βέβαια θα έχει η εκκλησία ατέλειες ή δικονομικά προνόμια.
Περαιτέρω, θα πρέπει να διακανονιστούν οι εκατέρωθεν οικονομικές εκκρεμότητες και το Ελληνικό Δημόσιο θα πρέπει να σταματήσει να μισθοδοτεί και να ασφαλίζει τους κληρικούς με ένα καλά σχεδιασμένο πρόγραμμα σταδιακής μετάβασης, που θα διασφαλίζει τα εργασιακά και ασφαλιστικά τους δικαιώματα. Έτσι η εκκλησία θα γίνει νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου και θα χρηματοδοτείται αποκλειστικά από τις εισφορές των πιστών, από τις επιχειρηματικές δραστηριότητές της και τη διαχείριση και εκμετάλλευση της περιουσίας της. Για τα έσοδά της και την περιουσία της θα φορολογείται κατά τα διαλαμβανόμενα στη σχετική νομοθεσία. Με τον τρόπο αυτό η εκκλησία αποκτά την πλήρη ανεξαρτησία της και μπορεί να ορίζει τα του οίκου της κατά βούληση, χωρίς να υποχρεούται να παρίσταται σε χώρους και τελετές του κράτους.
Όλα τα παραπάνω προϋποθέτουν πως το πλαίσιο μετάβασης σε κατάσταση διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας της εκκλησίας θα τύχει λεπτομερούς επεξεργασίας που δεν θα παραγνωρίζει ούτε θα αγνοεί ρυθμίσεις του παρελθόντος (όπως πχ η παραχώρηση γης της εκκλησίας στους πρόσφυγες με αντάλλαγμα τη μισθοδοσία των ιερέων).
Κρίνεται ως εντελώς απαραίτητη η μεταβατική περίοδος από τον σφιχτό εναγκαλισμό του κράτους με την εκκλησία στην ανέφελη συνύπαρξή τους, να είναι χωρίς εντάσεις και με συγκροτημένη κρατική καθοδήγηση.
Εννοείται πως όλα αυτά αφορούν όλες τις εκκλησίες όλων των δογμάτων και θρησκειών.
Οι προϋποθέσεις και η αναθεώρηση του συντάγματος
Οι παραδοσιακοί και ιστορικοί δεσμοί του Ελληνικού κράτους με την ορθόδοξη χριστιανική θρησκεία είναι πράγματι υπαρκτοί και ισχυροί, όμως η πλήρης εκκοσμίκευση του κράτους είναι πια απολύτως αναγκαία και αυτό πρέπει να διασφαλίζεται από το σύνταγμά μας. Ως εκ τούτου η καλά επεξεργασμένη αναθεώρησή του προς αυτή την κατεύθυνση και στα πεδία που αναγνωρίζεται επίσημη θρησκεία, οφείλει να αποτελεί σταθερό πολιτικό στόχο χωρίς όμως να αποτελεί επείγουσα προτεραιότητα.
Όλα όσα συνεπάγεται ο διαχωρισμός κράτους και εκκλησίας είναι εφικτό να υλοποιηθούν με απλές νομοθετικές ή/και διοικητικές παρεμβάσεις. Η αναθεώρηση του ισχύοντος συντάγματος δεν αποτελεί προϋπόθεση.
Η πολιτική βούληση
Ο διαχωρισμός του κράτους από την εκκλησία αναγνωρίζεται από πολλούς πολιτικούς χώρους ως αναγκαία θεραπεία μιας παθογένειας του δημόσιου βίου, κανείς όμως από όσους κυβέρνησαν δεν προώθησε την αντιμετώπισή της, ακόμη και αν ήταν μέρος των αρχών του και αναγράφονταν φαρδιά πλατιά στο πρόγραμμά του. Αυτό που τελικά μετρούν όλοι είναι το -πράγματι δυσβάσταχτο- πολιτικό κόστος.
Θα μπορούσαν να επιλέξουν να απευθυνθούν στους πολίτες που συμμερίζονται αυτές τις απόψεις και με τη στήριξη και συμμετοχή τους να εργαστούν για τη διαμόρφωση των πολιτικών πλειοψηφιών που θα προβούν σε αυτή την μεταρρυθμιστική τομή που χρειάζεται ο τόπος.
Καταλήγοντας
Το θέμα του διαχωρισμού κράτους εκκλησίας δεν είναι ένα εύκολο θέμα και είναι δύσκολη ακόμη και η συζήτηση/διαβούλευση για αυτό.
Είναι δύσκολη συζήτηση και διαβούλευση με τη κοινωνία, γιατί σχετίζεται και με ζητήματα που είναι φωλιασμένα στο συναισθηματικό μέρος του εγκεφάλου μας, γιατί έχουν να κάνουν με συναισθηματικά φορτισμένες καταστάσεις που αποτελούν βίωμα των παιδικών χρόνων και όχι μόνο.
Το τρέχον κείμενο επιχειρεί, να τεκμηριώσει σε αδρές γραμμές με ορθολογικά και πολιτικά κριτήρια την αναγκαιότητα του διαχωρισμού, μα και να χαράξει τις κατευθυντήριες γραμμές της αναγκαίας πολιτικής.
Η πρόθεση όσων το επεξεργαστήκαμε δεν σχετίζεται κατά κανένα τρόπο με εχθρότητα απέναντι στην εκκλησία και τους εκκλησιαζόμενους. Αντιθέτως. Υποστηρίζουμε πως από τον διαχωρισμό κράτους και εκκλησίας μπορεί να ωφεληθούν και τα δύο μέρη.
Επιθυμία και επιδίωξη των συντακτών του κειμένου ήταν και είναι η κατάληξη σε ένα κείμενο που θα υποστηρίζεται από πολλούς χωρίς να είναι ένα κείμενο μέσου όρου. Τέτοιου είδους θέματα δεν ρυθμίζονται σε όρους πλειοψηφίας-μειοψηφίας. Απαιτούν εξαντλητική επεξεργασία και διαβούλευση μέχρι να προκύψει η απολύτως δεσπόζουσα άποψη, χρειάζεται να πείσουμε ο ένας τον άλλον, εάν αυτό δεν το καταφέρουμε ούτε την κοινωνία θα μπορέσουμε να πείσουμε.
Προς τον σκοπό αυτό η σχετική διαβούλευση επιβάλλεται να είναι επίμονη και εξαντλητική.
(Το κείμενο είναι προϊόν ομαδικής δουλειάς
επιμέλεια κειμένου: Σταύρος Μ. Θεοδωράκης)