Το 2019 υπήρξε χρονιά σημαντικών αλλαγών τόσο σε κυβερνητικό επίπεδο με τη Νέα Δημοκρατία να αναλαμβάνει τα ηνία του κράτους, όσο και σε πολιτικό, καθώς ήταν η πρώτη χρονιά που η κυβέρνηση μπορούσε σε μεγάλο βαθμό να διαμορφώσει τη δημοσιονομική πολιτική που ήθελε έξω από τα στενά όρια των μνημονιακών προγραμμάτων προσαρμογής. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ένα δεδομένο, τη μείωση, έστω μικρή, του μεγέθους του κράτους. Ωστόσο, επειδή υπάρχουν πολλοί τρόποι να μετρηθεί το μέγεθος του κράτους, ένας δείκτης που χρησιμοποιείται ευρέως είναι αυτός των φορολογικών εσόδων ως ποσοστού του ΑΕΠ. Με άλλα λόγια, τι ποσοστό του εισοδήματος που παράγεται στην Ελλάδα πηγαίνει στο κράτος μέσω των φόρων μας για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες του;
Σε αυτό το ερώτημα η απάντηση για το 2019 είναι πως 39,3% του εισοδήματος που παρήχθη στην Ελλάδα συλλέχθηκε μέσω των φόρων από το κράτος. Είναι μία βελτίωση, για αυτό και ο ισχυρισμός για τη μείωση του κράτους, κατά 0,6% (από 39,9 το 2018 σε 39,3% το 2019), αφού το 2018 υπήρξε το ρεκόρ της υπερφολόγησης (βλ. Γράφημα 1). Η μείωση του 2019 λοιπόν είναι πιθανό να ήρθε ως αποτέλεσμα μιας προγραμματικής πολιτικής που διαμορφώθηκε με ορίζοντα τις προγραμματισμένες εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2019 και την «πρόβα» των ευρωεκλογών.
Από τη μία πλευρά, ο κυβερνητικός ΣΥΡΙΖΑ βλέποντας τη δυσαρέσκεια που προκάλεσε η υπερφορολόγηση κυρίως στα μεσαία στρώματα, κινήθηκε σε μία μετριοπαθή μείωση φόρων, με τις παρακάτω σημαίνουσες αλλαγές στο προεκλογικό του πρόγραμμα:
⦁ Μείωση του ΕΝΦΙΑ σε διαφορετική κλίμακα από 10% έως 30% αναλόγως το εισόδημα.
⦁ Μείωση του μειωμένου συντελεστή ΦΠΑ από 13% σε 11%.
⦁ Μείωση εταιρικής φορολόγησης από 28% σε 25% (σταδιακά 1% κάθε έτος).
⦁ Μείωση προκαταβολής φόρου (σε διαφορετικές κλίμακες για φυσικά και νομικά πρόσωπα).
⦁ Μείωση φορολογίας εισοδήματος στο 20% για το πρώτο κλιμάκιο εισοδήματος.
⦁ Κατάργηση ειδική εισφοράς αλληλεγγύης για εισόδημα ως €20.000 και μείωση για μεγαλύτερα εισοδήματα.
Από την άλλη πλευρά, η ΝΔ ως αντιπολίτευση έχτισε πάνω σε αυτήν τη δυσαρέσκεια των φόρων και διαμόρφωσε ένα προεκλογικό πρόγραμμα με περισσότερες, πιο ευρείες και λίγο πιο τολμηρές φοροελαφρύνσεις, οι σημαντικότερες από τις οποίες ήταν:
⦁ Μεσοσταθμική μείωση του ΕΝΦΙΑ 30%.
⦁ Μείωση του ΦΠΑ από 24% σε 22% και μείωση του μειωμένου συντελεστή ΦΠΑ από 13% σε 11%.
⦁ Μείωση εταιρικής φορολόγησης από 28% σε 24% και μετά σε 20% (ανά διετία).
⦁ Μείωση φορολογίας εισοδήματος από 22% στο 9% για εισοδήματα ως €10.000.
⦁ Σταδιακή κατάργηση ειδική εισφοράς αλληλεγγύης.
⦁ Μείωση φορολογίας μερισμάτων από 10% σε 5%.
⦁ Μείωση του ανώτατου φορολογικού συντελεστή.
Ωστόσο πρέπει να σημειωθεί πως και οι δύο προτάσεις είχαν γενικά απροσδιόριστο χρονικό ορίζοντα ή είχαν προγραμματιστεί σε βάθος τετραετίας και λίγες ήταν αυτές που ίσχυσαν το 2019 ή θα ίσχυαν για το 2020 (περισσότερες στο πρόγραμμα της ΝΔ). Συνεπώς η μείωση του δείκτη φορολογικών εσόδων προς το ΑΕΠ του 2019, που και τα δύο κόμματα θεωρούν θετική, πού οφείλεται;
Η προφανής απάντηση είναι πως οφείλεται κυρίως στη ΝΔ, αφού στο πρόγραμμά της είχε πιο ρηξικέλευθες μειώσεις φόρων και ένα εξάμηνο μπροστά της για να τις εφαρμόσει. Ο δείκτης που εξετάζω ωστόσο, είναι λόγος, και εκτός από τον αριθμητή των φορολογικών εσόδων, έχει σημασία και ο παρονομαστής που είναι το εθνικό εισόδημα.
Βλέποντας αναλυτικότερα τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τους εθνικούς λογαριασμούς ανά τρίμηνο το 2019, θα εντοπίσουμε πως το πρώτο εξάμηνο ο ΣΥΡΙΖΑ είχε δημόσια έσοδα από φόρους και κοινωνικές εισφορές, 34,9 δις ευρώ και η μεγέθυνση του ΑΕΠ της περιόδου ήταν 2,3%. Από την άλλη η ΝΔ εισέπραξε δημόσια έσοδα από φόρους και κοινωνικές εισφορές, 41,3 δις ευρώ και η μεγέθυνση του ΑΕΠ της περιόδου ήταν 1,5%. Άρα ο ΣΥΡΙΖΑ εισέπραξε σε φορολογικά έσοδα το πρώτο εξάμηνο του 2019 το 36,1% του ΑΕΠ που παρήχθη, ενώ η ΝΔ εισέπραξε σε φορολογικά έσοδα το δεύτερο εξάμηνο του 2019 το 42,5% του ΑΕΠ που παρήχθη (Πίνακας 1).
Εντούτοις, κάτι που πρέπει να τονιστεί στην παραπάνω ανάγνωση, που δείχνει τον δείκτη μικρότερο την περίοδο ΣΥΡΙΖΑ, είναι η διακύμανση των φορολογικών εσόδων, καθώς το δεύτερο εξάμηνο συνηθίζεται να εισπράττονται περισσότερα φορολογικά έσοδα. Πράγματι, και το 2017 και το 2018 επί ΣΥΡΙΖΑ το πρώτο εξάμηνο συλλέχθηκε το 46% των συνολικών φορολογικών εσόδων και το δεύτερο εξάμηνο το 54%, κάτι που συνέβη και το 2019. Συνεπώς τα περισσότερα φορολογικά έσοδα του δευτέρου εξαμήνου ακολούθησαν απλώς την ίδια κατανομή όπως τα προηγούμενα έτη. Συνοψίζοντας, αυτήν την αναιμική μείωση του κράτους, αναφορικά με τον δείκτη φορολογικά έσοδα προς ΑΕΠ, είναι πολύ δύσκολο να την αποδώσουμε σε έναν μόνο παράγοντα.
Αφενός ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ως δεδομένο την καλύτερη επίδοση στην αύξηση του ΑΕΠ, όπου μεγαλώνει τον παρονομαστή της σχέσης. Τα χαμηλότερα φορολογικά έσοδα το πρώτο εξάμηνο ακολούθησαν τη συνηθισμένη κατανομή επί του συνόλου και δεν φαίνεται να προήλθαν από μειώσεις φόρων με σαφώς προσανατολισμένη κυβερνητική δημοσιονομική πολιτική.
Αφετέρου η ΝΔ έχει ως δεδομένο τις μειώσεις ορισμένων φορολογικών συντελεστών που ίσχυσαν με την κυβέρνησή της το δεύτερο εξάμηνο αλλά αύξηση των φορολογικών εσόδων σε σχέση με το πρώτο εξάμηνο, γεγονός όμως που επίσης ακολουθεί τη συνηθισμένη κατανομή επί του συνόλου (κάτι που ίσως οδηγεί στον ισχυρισμό πως πέτυχε την υπόθεση της καμπύλης Laffer όπου μικρότεροι φορολογικοί συντελεστές μπορεί να οδηγήσουν σε μεγαλύτερα φορολογικά έσοδα). Ωστόσο, η μικρότερη μεγέθυνση του εθνικού προϊόντος το δεύτερο εξάμηνο και η παραπάνω σταθερή διακύμανση των φορολογικών εσόδων κάνει τη σχέση φόροι προς ΑΕΠ να μεγαλώνει για τη δική της περίοδο διακυβέρνησης.
Με τα δεδομένα που υπάρχουν διαθέσιμα είναι πολύ δύσκολο να υπάρξει ξεκάθαρος ισχυρισμός σχετικά με το σε ποιο κόμμα ανήκει το «παιδί» τής αναιμικά ελαφρότερης δημοσιονομικής πολιτικής του 2019. Ίσως να είναι αποτέλεσμα και των δύο κομμάτων αλλά στο πλαίσιο του δεδομένου κομματικού ανταγωνισμού και με την επαναφορά ενός νέου ατελούς δικομματισμού ένας τέτοιος συναινετικός ισχυρισμός να μην είναι εφικτός.