Γράφει ο Γιώργος Μπάρμπας.barbas
τ. επίκουρος καθηγητής ειδικής εκπαίδευσης
στο Τμήμα Επιστημών Προσχολικής Αγωγής και Εκπαίδευσης του Α.Π.Θ.

Είναι όντως η παπαγαλία ένα από τα σοβαρά προβλήματα του ελληνικού σχολείου; Σήμερα από τους περισσότερους, σ’ όποια πλευρά και σ’ όποιο πόστο κι αν ανήκουν στην εκπαίδευση, θεωρείται αυτονόητο, θεωρείται ως μια από τις μεγαλύτερες μάστιγες του ελληνικού σχολείου. Η οποία βέβαια μένει στην καταγγελία της. Στο διά ταύτα, καμία απάντηση. Και είναι τόσο αυτονόητο στη σκέψη όλων, που δεν έχουν την ανάγκη να το ψάξουν. Ένα τέτοιο ερώτημα θεωρείται αιρετικό. Κι όμως νομίζω ότι όχι μόνο δεν είναι, αλλά η διερεύνησή του αποκαλύπτει πολλά από την ουσία των προβλημάτων του σχολείου, τα οποία δεν θέλουμε ή δυσκολευόμαστε να αναγνωρίσουμε.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα όπως τα ζούμε στην πραγματικότητα της μαθησιακής διαδικασίας στο σχολείο. Για να συνεννοηθούμε, ας δοκιμάσουμε κατ’ αρχάς να οριοθετήσουμε τι εννοούμε όταν λέμε παπαγαλία. Εννοούμε τη «μηχανιστική μάθηση», δηλαδή την απομνημόνευση πληροφοριών τις οποίες δεν έχουμε -σχεδόν ή πλήρως- κατανοήσει. Δηλαδή, προφανώς δεν μιλάμε για γνώση, μιας και η γνώση δεν ταυτίζεται με την απομνημόνευση πληροφοριών πολύ περισσότερο πληροφοριών που δεν έχουμε κατανοήσει.
Στη μαθησιακή διαδικασία στην τάξη συναντούμε αυτό το στοιχείο στη διδασκαλία. Για παράδειγμα τα παιδιά στις μικρές τάξεις του δημοτικού διδάσκονται σε αρκετές περιπτώσεις την προπαίδεια ως ένα ποιηματάκι που πρέπει να μάθουν απ’ έξω. Λένε την προπαίδεια του 7, δίχως να καταλαβαίνουν ή να μαθαίνουν να υπολογίζουν γιατί 6 – 7 είναι σαράντα δύο. Δεν έχουν την αίσθηση του μεγέθους αυτού του αποτελέσματος. Κι έτσι μπορεί να τους βγει κάποια φορά αντί για το σαράντα δύο κάτι άλλο που θα τελειώνει σε «δύο» μιας και κάνει πάλι την ίδια ομοιοκαταληξία. Αυτή είναι η περίπτωση που η ίδια η διδασκαλία βασίζεται όχι στο νόημα αλλά σε μηχανιστικές τακτικές, δηλαδή διδάσκει την παπαγαλία. Αυτές οι περιπτώσεις είναι οι λιγότερες και ίσως ελάχιστες στη διδασκαλία, αν πάρουμε τη διαδρομή του μαθητή από το νηπιαγωγείο μέχρι την Γ’ Λυκείου. Είναι επίσης αποσπασματικές. Δηλαδή δεν θα συναντήσουμε εύκολα έναν εκπαιδευτικό που συστηματικά, στο σύνολο της ύλης που διδάσκει, χρησιμοποιεί μηχανιστικές τακτικές.
Ο κανόνας είναι άλλος. Ο διδάσκων επιχειρεί στη διδασκαλία του να εξηγήσει τις έννοιες που διδάσκει, τις πληροφορίες δηλαδή που αποτελούν γι’ αυτόν τη διδακτέα ύλη. Να εξηγήσει έννοιες, ορισμούς, κανόνες, τύπους, αλληλουχία γεγονότων και ιστορικών πληροφοριών, τη φύση των φυσικών ή χημικών φαινομένων. Κι αυτό το επιχειρούν οι περισσότεροι με πολλή προσπάθεια, με προετοιμασία, άλλοι με χρήση βοηθητικών μέσων (νέα τεχνολογία), παραδειγμάτων, κλπ. Αυτός είναι ο συντριπτικός κανόνας. Ο εκπαιδευτικός επιδιώκει να καταλάβουν οι μαθητές του αυτό που τους παρουσιάζει.
Και ποιο είναι το αποτέλεσμα; Πολλοί μαθητές, ιδιαίτερα στα δύσκολα ζητήματα ή σ’ αυτά που δεν προσέχουν γιατί δεν τους ενδιαφέρουν, δεν φτάνουν στην κατανόηση που επιδιώκει ο εκπαιδευτικός. Ή αποκτούν μια πρώτη επαφή με τις καινούριες πληροφορίες, που όμως δεν είναι ικανή για να τις κατανοήσουν σε επαρκή βαθμό. Και τι κάνουν; Όσοι θέλουν να έχουν μια στοιχειώδη τουλάχιστον θετική ανταπόκριση στο μάθημα για να εισπράξουν και μια ανάλογη βαθμολογία, καταφεύγουν στη μηχανιστική απομνημόνευση αυτών των πληροφοριών. Το αποτέλεσμα ίδιο ή σχεδόν ίδιο με την πρώτη περίπτωση αλλά το μαθησιακό φαινόμενο πολύ διαφορετικό.
Στην πρώτη περίπτωση η παπαγαλία αποτελεί συστατικό της διδακτικής του εκπαιδευτικού. Αυτή η διδακτική δεν υποστηρίζεται από καμία μαθησιακή θεωρία. Περισσότερο παραπέμπει σε άγνοια της διδακτικής, σε άνθρωπο που θα μπορούσε να βρίσκεται μέσα στην τάξη ακόμα και χωρίς να περάσει από καμία παιδαγωγική εκπαίδευση. Αυτοί οι εκπαιδευτικοί είναι ευτυχώς ελάχιστοι και οι πρακτικές τους εξαίρεση.
Στη δεύτερη περίπτωση διαπιστώνουμε μια ασυμβατότητα ανάμεσα στην προσπάθεια του εκπαιδευτικού και στο μαθησιακό αποτέλεσμα. Ασυμβατότητα που συνήθως αναγνωρίζεται από τον διδάσκοντα, αλλά δεν εξηγείται ή εξηγείται με εξω-μαθησιακά αίτια. Κι αυτό, γιατί δεν είναι σε θέση ή δεν θέλει να μελετήσει το τι συμβαίνει μέσα στην ίδια τη μαθησιακή διαδικασία.
Ο εκπαιδευτικός θεωρεί ότι διδάσκει την προβλεπόμενη γνώση, ενώ στην πραγματικότητα μεταφέρει πληροφορίες στους μαθητές. Δεν ξέρει ή δεν μπορεί να διακρίνει ανάμεσα στη γνώση και στην πληροφορία. Συνήθως δεν γνωρίζει ότι η πληροφορία είναι ένα αναγκαίο συστατικό της γνώσης, αλλά δεν είναι γνώση. Η παρουσίαση ενός ορισμού, ενός κανόνα, μιας περιγραφής ενός φαινομένου (ιστορικού, γλωσσικού, φυσικού, μαθηματικού) είναι παρουσίαση πληροφοριών. Η γνώση έχει ως βασικό της συστατικό τον τρόπο με τον οποίο το υποκείμενο χρησιμοποιεί τις πληροφορίες. Η γνώση συγκροτείται μέσα σε σχήματα στη σκέψη μας που περιέχουν, βεβαίως, όλες τις διαθέσιμες πληροφορίες που αφορούν σε μια έννοια ή κατάσταση, όλες τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά τους αλλά οπωσδήποτε και κανόνες χρήσης αυτών των πληροφοριών. Δίχως αυτούς, τα νοερά σχήματα δεν είναι γνώση. Και αυτοί οι κανόνες χρήσης δεν είναι οι κανόνες που γράφουν τα βιβλία αλλά οι κανόνες που φτιάχνει το μυαλό μας, καθώς προσπαθεί να βρει αποτελεσματικούς τρόπους χρήσης των πληροφοριών που διαθέτει για να απαντήσει στα ερωτήματα που τίθενται.
Όπως μπορεί να γίνει εύκολα αντιληπτό, η γνώση οικοδομείται από τον άνθρωπο τον ίδιο. Δεν μεταφέρεται. Δεν γίνεται να μεταφερθεί. Η πληροφορία μεταφέρεται. Η σύγχυση μεταξύ πληροφορίας και γνώσης και η άγνοια της πραγματικής διαδικασίας οικοδόμησής της οδηγεί τον εκπαιδευτικό να ρίχνει όλο το βάρος και την προσοχή του στο πώς θα μεταφέρει στον μαθητή τη διδασκόμενη «γνώση». Η οικοδόμηση της γνώσης από το ίδιο το υποκείμενο που θέλει να μάθει, περιγράφεται στις σύγχρονες θεωρίες του εποικοδομητισμού. Και ενώ η ίδια αυτή θεωρία είναι ουσιαστικά έξω από τη λογική των εκπαιδευτικών και της διδασκαλίας τους, ο Πιαζέ, «πατέρας» αυτής της θεωρίας, είναι ιδιαίτερα δημοφιλής μέσα στον εκπαιδευτικό χώρο. Γιατί άραγε;
Το βασικό, λοιπόν, πρόβλημα που οδηγεί σε αποτυχία τη σχολική διαδικασία μάθησης είναι ακριβώς αυτός ο χαρακτήρας της. Ένας πομπός πληροφοριών (ο διδάσκων) και οι δέκτες των πληροφοριών (οι μαθητές) σε ρόλο παθητικού ακροατή ή θεατή αυτής της διαδικασίας. Αλλά δεν χτίζονται έτσι κανόνες χρήσης των πληροφοριών που οδηγούν στη γνώση. Ούτε βέβαια αναπτύσσονται κριτική σκέψη και στρατηγικές. Αυτά απαιτούν άλλους ρόλους και άλλες διαδικασίες. Απαιτούν τον μαθητή σε ενεργητική εμπλοκή στην επίλυση προβλημάτων. Μέσα από καταστάσεις που εγείρουν ερωτήματα, για τα οποία δεν υπάρχουν έτοιμες ή αυτονόητες απαντήσεις, μέσα από καταστάσεις που για να διατυπωθεί ποιο ακριβώς είναι το πρόβλημα απαιτείται επεξεργασία των δεδομένων της κατάστασης και των μεταξύ τους σχέσεων, μέσα από τέτοιες καταστάσεις που οι μαθητές καλούνται να επεξεργαστούν ατομικά και συλλογικά, θα αποσαφηνιστούν στο μυαλό των μαθητών οι ίδιες οι πληροφορίες, τα χαρακτηριστικά και οι ιδιότητές τους. Θα προκύψουν οι κανόνες χρήσης των πληροφοριών που είναι αναγκαίοι για να απαντηθούν τα ερωτήματα. Μέσα από αυτή τη διαδικασία οι μαθητές θα εξελίξουν τους τρόπους και τις μεθόδους επεξεργασίας των προβλημάτων, θα αναπτύξουν στρατηγικές επίλυσης και διά μέσου αυτών θα εξελίξουν τους τρόπους σκέψης τους.
Δουλειά του εκπαιδευτικού είναι να υποστηρίξει αυτή τη διαδικασία. Να υποστηρίξει τους μαθητές ακριβώς εκεί που έχουν αδυναμία, δηλαδή στην αποτελεσματικότητα των μεθόδων επεξεργασίας, στην αποτελεσματικότητα των στρατηγικών που χρησιμοποιούν. Και καθώς διαμορφώνονται οι πρώτοι εμπειρικοί κανόνες χρήσης, να υποστηρίξει (πάντα ανάλογα με την ηλικία των μαθητών) την εξέλιξη αυτών των εμπειρικών κανόνων στην κατεύθυνση των πιο ασφαλών επιστημονικών κανόνων χρήσης. Αυτή η διαδικασία είναι μια διαδικασία που μπορεί να έχει νόημα για τον μαθητή. Γιατί έχει ως αφετηρία τις δικές του εμπειρίες και ικανότητες, τον ενεργοποιεί μέσα σε προβλήματα που έχουν άμεσα ή έμμεσα σχέση με τη ζωή του, με τη ζωή της κοινωνίας που ζει. Αυτή η διαδικασία χτίζει ικανότητες όχι μόνο για τη σχολική μάθηση αλλά και για τη μελλοντική ζωή του νέου ανθρώπου. Αλλά αυτή τη διδακτική ο εκπαιδευτικός στο ελληνικό σχολείο δεν ξέρει να την υλοποιήσει. Δεν αναγνωρίζει καν την αναγκαιότητά της.
Αυτή η διδακτική θα μπορούσε να απαντήσει και στην αδιαφορία των μαθητών, στα αρνητικά τους κίνητρα για τη σχολική μάθηση. Πόσο δύσκολο είναι να καταλάβουμε –μέσα κι από τις δικές μας προσωπικές εμπειρίες όταν ήμασταν μαθητές- πόσο κουραστικό και συχνά βαρετό κι αδιάφορο είναι να βρίσκεσαι στη θέση του παθητικού θεατή ή ακροατή της παράδοσης του μαθήματος; Και ενώ αυτή η πραγματικότητα έχει αναγνωριστεί από τα περισσότερα εκπαιδευτικά συστήματα στην Ευρώπη και διεθνώς, ενώ εδώ και 50 χρόνια επιχειρείται εκεί μια –δύσκολη ομολογουμένως- στροφή της εκπαίδευσης από την «γνώση - πληροφορία» στη «γνώση - δεξιότητα» με βασικό όχημα σε όλα τα μαθήματα την επεξεργασία προβλημάτων που σχετίζονται με την κοινωνική και φυσική πραγματικότητα, εμείς εδώ είμαστε σταθερά εκτός θέματος. Βγάζουμε κορώνες για την παπαγαλία, χτυπάμε το σαμάρι, αδυνατώντας ή απωθώντας την ιδέα της πραγματικότητας κάτω από το σαμάρι που είμαστε εμείς οι ίδιοι. Γιατί εμείς, οι εκπαιδευτικοί, είμαστε αδύναμοι ή ανίκανοι να υλοποιήσουμε μια άλλη διδακτική και παιδαγωγική διαδικασία πέρα από την παρουσίαση των πληροφοριών. Γιατί κανείς δεν μας έμαθε ή δεν μας έβαλε πρακτικά σ’ αυτόν τον δρόμο. Δηλαδή, για να λέμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους, δεν μας έβαλε το πανεπιστήμιο που σπουδάσαμε. Γιατί και στη συνέχεια κανένα υπουργείο και Παιδαγωγικό Ινστιτούτο δεν αναγνώρισε διαχρονικά αυτό το πρόβλημα. Γιατί ούτε οι παιδαγωγικοί καθοδηγητές (σχολικοί σύμβουλοι, νυν συντονιστές παιδαγωγικού έργου) πήραν κάποια σχετική πρωτοβουλία. Ο δρόμος απ’ ό,τι φαίνεται είναι πολύ μακρύς. Ακόμα δεν έχουμε αναγνωρίσει το πρόβλημα. Στο μεταξύ ζούμε το ρίξιμο του καραβιού στα βράχια. Χωρίς επίγνωση, χωρίς ευθύνη για τα θύματα.

(Πρώτη δημοσίευση στο alfavita.gr)

 

Το ότι έχουν αρχίσει να ακούγονται φωνές στην Ελλάδα που αμφισβητούν εθνικούς της μύθους που κανείς δεν έχει τολμήσει να θίξει, σημαίνει ότι αυτή η χώρα έχει ανακτήσει τη σχέση της με την κριτική σκέψη, την οποία αυτή πρώτη εισήγαγε στην αρχαιότητα, αλλά μετά ενέσκηψαν αυτοκρατορίες, πατριαρχίες και δεσποτείες (βυζαντινές και οθωμανικές), που την ισοπέδωσαν.

Από την εθνική επανάσταση και μετά, εδώ και 200 χρόνια, καλλιεργήθηκαν μια σειρά μύθοι που εξυπηρετούσαν σκοπιμότητες οι οποίες σήμερα όχι μόνο είναι αχρείαστες αλλά αποτελούν εμπόδιο στην κατανόηση της ιστορίας μας, στη σχέση μας με το παρόν και στη χάραξη της πορείας μας στο μέλλον. Όσοι συνεχίζουν να καρπώνονται οφέλη από αυτές τις σκοπιμότητες, κάνουν τα πάντα να εμποδίσουν την κριτική τους ως βλάσφημη, προδοτική και ξενόδουλη. Είναι οι ίδιοι που επιτίθενται στον διαφωτισμό, στον οποίο βασίστηκε η αναγέννηση της κριτικής σκέψης, ξαναπιάνοντας το νήμα του αρχαιο-ελληνικού πνεύματος που διακόπηκε από τον σκοταδισμό. Κραδαίνοντας τη σημαία του χριστεπώνυμου έθνους και με την απειλή του αφορισμού και του προδοτικού αναθέματος, έχουν προσπαθήσει να επιβάλουν τους μύθους τους όλα αυτά τα χρόνια.

Φαίνεται, όμως, ότι η ισχύς των δυνάμεων του σκοταδισμού στη χώρα μας έχει αρχίσει να εξασθενεί. Αυτό δείχνουν όλες αυτές οι φωνές που ακούγονται, αμφισβητώντας ανοιχτά τούς εθνικούς μύθους.

Ξεκινούν από την ίδια την εθνική επανάσταση που ΔΕΝ ξεκίνησε από την Αγία Λαύρα και ΔΕΝ πρωτοστάτησε κανείς Παλαιών Πατρών, ενώ ο ηρωισμός των επαναστατών ΔΕΝ ήταν πάντα άδολος, αφού και κατέσφαξαν την Τριπολιτσά και «σφάχτηκαν» μεταξύ τους, για να τους σώσουν την τελευταία στιγμή οι ξένοι.
Αμφισβητούν μορφές σαν του Βενιζέλου που ΔΕΝ ήταν ακριβώς πολιτική διάνοια, αφού έκανε το τραγικό λάθος της μικρασιατικής εκστρατείας, που ΔΕΝ ήταν δικαιολογημένη, αφού εισέβαλε σε τουρκικά εδάφη διεξάγοντας καθαρά επιθετικό πόλεμο, τον οποίο ΔΕΝ παραδέχονται μέχρι σήμερα οι Έλληνες (μια ζωή θύματα) και ΔΕΝ αναφέρεται σε κανένα βιβλίο ελληνικής ιστορίας.
Απογαλακτίζονται από την αριστερή παράδοση και ανασύρουν το πέπλο των πολιτικών (και όχι μόνο) εγκλημάτων του «ηρωικού ΚΚΕ» που συμμετείχε σε έναν αιματηρό εμφύλιο, τον οποίο ευτυχώς έχασε γιατί θα τρώγαμε σιδηρούν παραπέτασμα που θα το θυμόμασταν μια ζωή.
Βλέπουν ψύχραιμα την πονεμένη ιστορία της Μεγαλονήσου για να διακρίνουν και τις ευθύνες των Ελληνοκυπρίων στη διαίρεση του νησιού, την οποία ΔΕΝ προκάλεσαν αναγκαστικά οι Τουρκοκύπριοι.
Δίνουν κριτική υποστήριξη στον Τσίπρα για το μακεδονικό και ΔΕΝ στρατεύονται σε ένα άκριτο αντισυριζέικο μέτωπο, που κατέβηκε στον δρόμο με τους περικεφαλαιοφόρους μακεδονομάχους.
Δεν φοβούνται να αναγνωρίσουν την ύπαρξη τουρκικής μειονότητας ανάμεσα στους μουσουλμάνους της Θράκης (μαζί με τους Πομάκους και τους Ρομά), και θα υποστηρίξουν κριτικά τον Μητσοτάκη όταν έρθει και η δική του ώρα για συμβιβασμό στα ελληνο-τουρκικά (όπως έκανε ο Τσίπρας στο μακεδονικό).

Η κριτική σκέψη ανοίγει το δρόμο της χώρας στο μέλλον. Μπορεί να την τολμούν λίγοι στην αρχή, αλλά θα γίνονται όλο και πιο πολλοί. Επενδύστε σε αυτή!

 

Πάρθεν
Αυτές τες μέρες διάβαζα δημοτικά τραγούδια,
για τ’ άθλα των κλεφτών και τους πολέμους,
πράγματα συμπαθητικά· δικά μας, Γραικικά.
Διάβαζα και τα πένθιμα για τον χαμό της Πόλης
«Πήραν την Πόλη, πήραν την· πήραν την Σαλονίκη».
Και την Φωνή που εκεί που οι δυο εψέλναν,
«ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο πατριάρχης»,
ακούσθηκε κι είπε να πάψουν πια
«πάψτε παπάδες τα χαρτιά και κλείστε τα βαγγέλια»
πήραν την Πόλη, πήραν την· πήραν την Σαλονίκη.
Όμως απ’ τ’ άλλα πιο πολύ με άγγιξε το άσμα
το Τραπεζούντιον με την παράξενή του γλώσσα
και με την λύπη των Γραικών των μακρινών εκείνων
που ίσως όλο πίστευαν που θα σωθούμε ακόμη.
Μα αλίμονον μοιραίον πουλί «απέ την Πόλην έρται»
με στο «φτερούλν’ αθε χαρτίν περιγραμμένον
κι ουδέ στην άμπελον κονεύ’ μηδέ στο περιβόλι
επήγεν και εκόνεψεν στου κυπαρίσ’ την ρίζαν».
Οι αρχιερείς δεν δύνανται (ή δεν θέλουν) να διαβάσουν
«Χέρας υιός Γιαννίκας έν» αυτός το παίρνει το χαρτί,
και το διαβάζει κι ολοφύρεται.
«Σίτ’ αναγνώθ’ σίτ’ ανακλαίγ’ σίτ’ ανακρούγ’ την κάρδιαν.
Ν’ αοιλλή εμάς, να βάι εμάς, η Ρωμανία πάρθεν.»

Από όλον τον κατακερματισμένο Ελληνισμό, ο ποιητής Κ.Π Καβάφης εστιάζει ιδιαίτερα στους Πόντιους, "τους Γραικούς τους μακρινούς εκείνους", που αναλαμβάνουν "με την παράξενή τους γλώσσα" να εκφράσουν όλη την θλίψη της άλωσης. Μάταιες οι ελπίδες τους για σωτηρία. Οταν γράφεται αυτό το ποίημα (1921) είχε ήδη αρχίσει η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου.

Romani

Ήρθαν από τη βόρεια Ινδία πριν από πολλούς αιώνες (ανάμεσα στο 500 και το 1.000 μ. Χ). Πέρασαν από το Αφγανιστάν, την Περσία, την Αρμενία, έφτασαν στην Ανατολία κι από εκεί μέχρι τον 15ο αιώνα είχαν ολοκληρώσει τη μετανάστευσή τους σε ολόκληρη την Ευρώπη.

Χτες μετά τη λήξη ενός ποδοσφαιρικού αγώνα που έγινε χωρίς φιλάθλους και κάφρους, ελάχιστοι κάφροι χωρίς μάσκα και χωρίς άδεια βρέθηκαν μέσα στον αγωνιστικό χώρο και επιτέθηκαν φραστικά προσβάλλοντας τους επαγγελματίες ποδοσφαιριστές της ομάδας τους.

google news iconΤο Social-Lib είναι εγκεκριμένος εκδότης στην υπηρεσία Google News. Ακολουθήστε μας για να έχετε άμεση ενημέρωση και πρόσβαση στην αρθρογραφία: Social-Lib.gr - Google News .

Έγραψαν Πρόσφατα

Κοινωνικός Φιλελευθερισμός

Το Social.lib είναι ένας δικτυακός τόπος συζήτησης και ανάδειξης των καθημερινών οικονομικών, κοινωνικών, πολιτισμικών και πολιτικών ζητημάτων υπό το πρίσμα του Κοινωνικού Φιλελευθερισμού.