Αυτό το άρθρο δεν φιλοδοξεί να γίνει ένας ύμνος για τον υπουργό ψηφιακής διακυβέρνησης Κυριάκο Πιερρακάκη και την ομάδα του. Παρ’ όλο που θα το άξιζαν, παρ’ όλο που το δικαιούνται. Σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα έκαναν πράγματα που όταν τα συζητούσαμε στις παρέες, μας έλεγαν αφελείς και αιθεροβάμονες.
Το σχόλιο μόνιμα το ίδιο με πολλές παραλλαγές: Δεν γίνονται αυτά στην Ελλάδα… Σιγά μην γίνουν αυτά στην Ελλάδα… Σε 200 χρόνια μπορεί και άλλα τέτοια αισιόδοξα.
Το άρθρο αυτό έχει σκοπό να εστιάσει στην αυτονόητη συνταγή.
Και μπορεί να είναι και η απαίτηση ενός απλού πολίτη από τον πρωθυπουργό της χώρας.
Τι έγινε λοιπόν στην περίπτωση του, κατά γενική ομολογία, παρασάγγας μακράν καλύτερου υπουργού της Κυβέρνησης Μητσοτάκη;
Μα φυσικά το αυτονόητο. Επιλογή του κατάλληλου ανθρώπου στην κατάλληλη θέση και χωρίς να του ζητηθούν κομματικά διαπιστευτήρια. Ενός επαγγελματία που δεν είχε μόνο άριστες σπουδές στο αντικείμενο, αλλά είχε αποδείξει και την αξία του στην αγορά εργασίας. Στην πράξη. Με δουλειά. Όχι με ευχολόγια, όχι με δημόσιες σχέσεις.
Στη συνέχεια τον άφησαν να στελεχώσει την ομάδα του. Ειλικρινά δεν ξέρω αν του φόρτωσαν και κάποια βαρίδια προκειμένου να εξοφλήσουν κάποιες «επιταγές», αλλά δεν φαίνεται κάτι τέτοιο. Τα αυτονόητα λοιπόν. Καταρχάς αξιοκρατία ανεξάρτητη από τον κομματικό σωλήνα και έπειτα εμπιστοσύνη και ελευθερία. Και έγινε το θαύμα.
Κι αναρωτιέμαι λοιπόν τώρα εγώ η απλή πολίτης με την απλή λογική μου: Γιατί δεν βρίσκουν καμιά εικοσαριά Πιερρακάκηδες να φτιάξουμε επιτέλους κράτος;
Δεν μπορώ να πιστέψω πως δεν υπάρχουν. Δεν μπορώ να πιστέψω πως δεν τους ξέρει ο πρωθυπουργός. Στο κάτω – κάτω, αν δεν τους ξέρει, ας ρωτήσει τον φίλο του τον Σταύρο Θεοδωράκη. Μπορεί το κόμμα του να μην είχε την καλύτερη τύχη, αλλά ο ίδιος απέδειξε πως ξέρει να φτιάχνει Εθνική Ελλάδος.