Pin It

Γιάννης Κωνσταντινίδης
Αναπληρωτής Καθηγητής Πολιτικής Συμπεριφοράς στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας


Διαβάζεις το πλούσιο βιογραφικό και σκέφτεσαι πόσες ώρες μελέτης πρέπει να απαιτήθηκαν για όλα αυτά τα πτυχία, τα σεμινάρια, τα ερευνητικά προγράμματα, τις δημοσιεύσεις, τις ξένες γλώσσες. Όμως ο Γιάννης δεν είναι μόνο το βιογραφικό του ή, καλύτερα, δεν είναι ακριβώς αυτό. Ο Γιάννης είναι ο άνθρωπος που κυνηγά την ανάλυση και την ερμηνεία στα πάντα. Ακόμα και στο όνομά του! Αντί τυπικής παρουσίασης λοιπόν αντιγράφω αυτολεξεί από μια ανάρτησή του τη μέρα της γιορτής του σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης:

Σε λένε Γιάννη. Πάντα χρειάζεσαι προσδιορισμό. Ο Γιάννης ο μικρός ή ο μεγάλος, γιατί σίγουρα θα υπάρχει και κάποιος άλλος ξάδελφος στην οικογένεια. Ο Γιάννης ο ψηλός ή ο θυμωμένος, γιατί σίγουρα υπάρχει και άλλος συμμαθητής στην τάξη. Ο Γιάννης του τάδε ή της δείνα. Του μπαμπά σου, της μαμάς σου, της γυναίκας σου, του φίλου σου, ακόμα και των παιδιών σου, γιατί σίγουρα υπάρχει και άλλος στις επαφές ενός κινητού. Κάποιες φορές δεν βοηθά ούτε το επίθετο. Ο Γιάννης ο Κωνσταντινίδης, αυτός που διδάσκει για εκλογές και κόμματα στο Πανεπιστήμιο, αυτός που κάνει δημοσκοπήσεις, αυτός που γράφει κάτι διηγήματα, αυτός που ξαφνικά αγάπησε την Αθήνα.Δύσκολο πράγμα να σε λένε Γιάννη. Πρέπει πάντα να είσαι και κάτι ακόμα εκτός από απλώς ο εαυτός σου. Γι’ αυτό και είναι μεγάλη ανακούφιση, όταν ακούς να σε προσφωνούν απλά και ανεπιτήδευτα: «Γιάννη μου».
Έτσι λοιπόν, με σεβασμό στα «θέλω του» θα κυλήσει αυτή η κουβέντα, απλά κι ανεπιτήδευτα…
SL: «Γιάννη μου», παρακολουθώντας σε στενά τόσο στην αρθρογραφία όσο και στις αναρτήσεις σου στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, εκεί όπου συνήθως όλοι μας πιο χαλαροί ξεδιπλωνόμαστε, παρατηρώ μια βαθιά αγωνία για τον τρόπο που μεγαλώνουμε τα παιδιά μας και για τα στεγανά στα οποία τα κλείνουμε. Παίρνεις τακτικά τολμηρές θέσεις και προτείνεις λύσεις που θέλουν κόπο και θάρρος. Εκεί λοιπόν, στην παιδεία και στη διαπαιδαγώγηση, είναι η ρίζα του «κακού»;
ΓΚ: Το να γίνω γονιός ήταν μια μεγάλη επιθυμία για εμένα. Πάντα πίστευα ότι δεν υπάρχει ομορφότερο δημιούργημα από τη σχέση με ένα παιδί. Προσέξτε, από τη σχέση με ένα παιδί, όχι από το ίδιο το παιδί. Τα παιδιά δεν είναι δημιουργήματα των γονιών τους για τον απλούστατο λόγο ότι δέχονται δεκάδες άλλες παράλληλες επιδράσεις στη ζωή τους. Η σχέση γονέα και παιδιού όμως είναι δημιούργημα. Και είναι ένα μοναδικής αξίας δημιούργημα, αν εδραιωθεί στην αρχή της ανοιχτότητας και της αποδοχής. Και του παιδιού από τον γονέα, και του γονέα από το παιδί. Το να δείξεις σε έναν άνθρωπο ότι αξίζει για αυτό που είναι, είναι το πιο βασικό μάθημα της ζωής. Υπό την έννοια αυτή, ναι, στο χτίσιμο της γονεϊκής σχέσης –τον όρο «διαπαιδαγώγηση» θα τον απέφευγα, γιατί μου ακούγεται πολύ τυπικός και παραπέμπει σε καλούπια– βρίσκεται η ρίζα του «καλού» ή και του «κακού». Κάποιοι γονείς βέβαια δεν καταφέρνουν ή αμελούν να δώσουν αυτό το μάθημα στα παιδιά τους. Γι’ αυτό και μια κοινωνία πρέπει να μεριμνά στα σχολεία και στα πανεπιστήμιά της να δίνει το μάθημα της διαλλακτικότητας και της συμπερίληψης. Η δική μας κοινωνία δεν έχει μεριμνήσει ποτέ για αυτό το μάθημα. Ο περιφερόμενος αυταρχισμός της καθημερινότητας και τα ακλόνητα στερεότυπα είναι οι καθαρές αποδείξεις αυτής της αμέλειας. Μεγάλο το κρίμα για τα παιδιά εκεί έξω. Μεγάλη η χαρά για τα δικά μου παιδιά, που είχαν την ευκαιρία να νιώσουν την αξία μιας ανθρώπινης σχέσης, που δεν είναι άλλη από την αποδοχή της σκέψης, της εικόνας, της συμπεριφοράς του διπλανού σου.
SL: Περιγράφεις την αξία μιας ανοιχτής σχέσης αλήθειας μεταξύ γονιού και παιδιού. Αναρωτιέμαι όμως πόσο εύκολο είναι να μοιραστείς την αλήθεια σου με τους γονείς σου; Να τους πεις, για παράδειγμα, ότι έχεις εξωσυζυγική σχέση, ότι είσαι ομοφυλόφιλος, ότι χωρίζεις, ότι έκανες έκτρωση;
ΓΚ: Καθόλου εύκολο, όταν η κοινωνία επιβάλλει τους όρους της σχέσης ενός γονιού με το παιδί του. Όταν η κοινωνία επιβάλλει όρους για την αποδοχή ενός παιδιού από τον ίδιο τον γονιό του. Όταν η κοινωνία διακρίνει τον πετυχημένο από τον αποτυχημένο γονιό με κριτήριο το κρεβάτι του παιδιού του. Πιστεύω όμως πως η αγνόηση της κοινωνίας δεν είναι η λύση. H τραγική αυτοκτονία του πατέρα που δεν άντεξε τη δημόσια διαπόμπευση του γιου του ως ομοφυλόφιλου στο μικρό νησί των Δωδεκανήσων το αποδεικνύει πέρα από κάθε αμφιβολία. Να αλλάξουμε την κοινωνία χρειάζεται, όχι να την αγνοήσουμε. Και στην αλλαγή της χρειάζονται περισσότερο από όλους εκείνοι που δεν έχουν να μοιραστούν δύσκολες αλήθειες με τους γονείς τους. Γιατί εκείνων οι γονείς είναι που θα βρεθούν στο διάβα των άλλων, αυτών που θα έρθουν αντιμέτωποι με τις δύσκολες αλήθειες των παιδιών τους.
SL: Απέδωσες με τρόπο απόλυτο την ευθύνη για την απώλεια ζωών και ψυχών στον κοινωνικό στιγματισμό. Έχω την αίσθηση ότι κάθε φορά που μιλούμε για βιασμούς, γυναικοκτονίες, περιστατικά σχολικού εκφοβισμού ή οπαδικής βίας, ξεπροβάλλει από το βάθος του μυαλού μας διστακτικά ένα «αλλά», ένα «μήπως». Μήπως προκάλεσε και αυτή; Μήπως έφταιγε και αυτός; Μήπως έδωσε δικαιώματα; Μήπως βρέθηκε στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή;
ΓΚ: Θα είμαι σαφής. Μια κοινωνία που μετρά τα θύματα στωικά, κάνοντας προσευχές και παρακλήσεις σε κάποιον θεό να μη φέρει «το κακό» είναι ο απόλυτος ορισμός μιας αποτυχημένης κοινωνίας. Γιατί «το κακό» δεν το κυνηγά κανένας θεός. Το κακό είναι παντού. Δεν είναι ούτε μόνο στα σκοτάδια ούτε μόνο στα δυτικά. Δεν είναι ούτε μόνο για τους Αρειανούς, ούτε μόνο για τις καλλίγραμμες. Ούτε μόνο για τους εσωστρεφείς, ούτε μόνο για τους ευτραφείς. Γεμίζουμε τα αυτιά των παιδιών μας με στερεότυπα για το ποιος είναι το θύμα της βίας και για το πώς πρέπει να στέκεται, να κάθεται, να ντύνεται, να φαίνεται ώστε να την αποφύγει. Θύματα μπορεί να είμαστε όλοι για όσο συνεχίζουμε να θεωρούμε τη μαγκιά προτέρημα της ελληνικής φυλής. Και τη μαγκιά μπορούμε να την κόψουμε εκεί που εξυφαίνεται. Στο σχολείο. Το περιβάλλον του σχολείου είναι ο πρώτος για οποιαδήποτε γενιά χώρος στον οποίο η οργανωμένη κοινωνία μπορεί να πολεμήσει τα στερεότυπα. Δεν το κάνει. Το ελληνικό σχολείο διοικείται τις πιο πολλές φορές από ανθρώπους που δεν έχουν το παραμικρό ενδιαφέρον για τις ζωές των μαθητών. Ο αυξανόμενος αριθμός περιστατικών σχολικού εκφοβισμού είναι η πιο απλή απόδειξη αυτού. Εκτιμώ ότι πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα θέματα της ελληνικής κοινωνίας και το γεγονός ότι αντιμετωπίζεται με light σεμινάρια και κούφιες υποσχέσεις είναι από τα πράγματα που με εξοργίζουν περισσότερο από όλα στην ελληνική πολιτική.
SL: Έχεις το ίδιο απογοητευτική άποψη και για το ελληνικό πανεπιστήμιο; Είναι ο χώρος δουλειάς σου και κατανοώ ότι ίσως είναι ένα δύσκολο ερώτημα. Όμως σε μια από τις πρόσφατες έρευνές σου, εστίασες στην εικόνα της ελληνικής κοινής γνώμης για την ποιότητα των σπουδών στο δημόσιο πανεπιστήμιο. Ποια είναι αυτή η εικόνα;
ΓΚ: Θα ήθελα πρώτα από όλα να σημειώσω ότι το δημόσιο πανεπιστήμιο είναι για εμένα το ισχυρότερο μέσο παροχής ίσων ευκαιριών σε μια κοινωνία. Και ως τέτοιο το θεωρώ από τους πλέον κομβικούς θεσμούς μιας φιλελεύθερης κοινωνίας. Τώρα, η εικόνα που έχει η ελληνική κοινωνία για το δημόσιο πανεπιστήμιο δεν είναι ενιαία. Για κάποιους, το δημόσιο πανεπιστήμιο παρέχει σπουδές υψηλής ποιότητας και για κάποιους άλλους είναι ένα άδειο κέλυφος, αν όχι ένας παρηκμασμένος θεσμός. Η έρευνα στην οποία αναφερθήκατε αποκάλυψε μια συσχέτιση μεταξύ της εικόνας που έχει ο καθένας για το πανεπιστήμιο και της αποδοχής πολιτικών προτάσεων για μεταρρυθμίσεις από την εκάστοτε πολιτική ηγεσία. Για παράδειγμα, μεταξύ εκείνων που τάσσονται υπέρ της πανεπιστημιακής αστυνομίας, μιας ρύθμισης που προωθεί η σημερινή κυβέρνηση, η άποψη ότι η ποιότητα των σπουδών στα ΑΕΙ της χώρας είναι χαμηλή καταγράφεται ως κυρίαρχη. Από την άλλη, μεταξύ όσων θεωρούν ότι η σύσταση της πανεπιστημιακής αστυνομίας δε θα λύσει το πρόβλημα της ανομίας στα πανεπιστήμια, η κατανομή των απαντήσεων είναι αντίστροφη με τους πιο πολλούς να μην εκφράζονται αρνητικά για την ποιότητα των σπουδών. Οι συσχετίσεις μεταξύ δύο θέσεων δεν συνιστούν αποδείξεις αιτιότητας, ωστόσο θέτουν ερωτήματα για τις σχέσεις αιτιότητας. Η πολιτική απόφαση για οποιαδήποτε μεταρρύθμιση του δημόσιου πανεπιστημίου προαπαιτεί την παρουσίαση των ΑΕΙ ως προβληματικού κρίκου προκειμένου να δικαιολογηθεί η εκάστοτε κυβερνητική απόφαση. Μήπως τελικά τα δημόσιο πανεπιστήμιο είναι το θύμα του -άλλοτε αιτιολογημένου και άλλοτε αναίτιου- υπερ-μεταρρυθμιστικού οίστρου;
SL: Θα ήθελα να κάνουμε μια παύση στις ερωτήσεις και να εκμεταλλευτούμε μια δική σου εξομολόγηση προκειμένου να παρουσιάσουμε εκείνο το βιογραφικό που χρωστάμε στους αναγνώστες:
Οι εκλογικές χρονιές έχουν μια απροσδιόριστη επίδραση στον ψυχισμό μου. Με ενεργοποιούν, όπως σε κάποιους άλλους κάνει η μουσική ή η γιόγκα. Το 2012, τη χρονιά των διπλών εκλογών, βρέθηκα σε ένα πρωτότυπο για τα πανεπιστημιακά δεδομένα της χώρας πείραμα, τη Μονάδα Δημοσκοπήσεων στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Το 2015, τη χρονιά του δημοψηφίσματος, δοκίμασα μετρήσεις και ερμηνείες αλλιώτικες με όχημα μια νέα τότε εταιρεία, την Prorata. Το 2019, τη χρονιά των Ευρωεκλογών, στοιχήθηκα στην πρώτη γραμμή της πολιτικής με ένα κόμμα που πάλευε με την τελευταία ευκαιρία του, το Ποτάμι. Τις λες και έντονης αδρεναλίνης και τις τρεις αυτές αποφάσεις. Και πάρθηκαν και οι τρεις σε εκλογικές χρονιές. Στο ενδιάμεσο των εκλογικών κύκλων, σαν να κλείνομαι στο καβούκι μου. Μετά το 2012, το καβούκι ήταν το πανεπιστημιακό γραφείο μου και τα ερευνητικά προγράμματα. Μετά το 2015, το καβούκι ήταν τα Εξάρχεια και μια νέα ζωή στην Αθήνα. Μετά το 2019, το καβούκι ήταν τα διηγήματα και το γράψιμο. Σαν να μην πρόλαβα να γράψω όσα άρχισα όμως, γιατί με πρόλαβε η (περίπου) εκλογική χρονιά. Το 2022. Και να που έφερε πάλι μια απόφαση έντονης αδρεναλίνης. Τη συνεργασία με έναν τηλεοπτικό σταθμό. Ο Alpha TV θα φιλοξενεί εφεξής αναλύσεις και σχόλιά μου επί των ερευνών της εταιρείας Abacus Research.
Από όλα αυτά τα θαυμαστά, θα μου επιτρέψεις να σταθώ στο βιβλίο σου, το «μόλις αποφάσισα». Ένα βιβλίο που σε κερδίζει με τη γνώση, την τρυφεράδα και τη διεισδυτική ματιά στον ψυχισμό των ηρώων του. Ένα βιβλίο πολλών και πολλαπλών αναγνώσεων. Η ψήφος γίνεται καθρέφτης ζωής, η πολιτική εισβάλλει στη ζωή, αλλά η ζωή ξεπερνά την πολιτική και πάει παρακάτω. Οι χαρακτήρες σου οικείοι, όχι χάρτινοι. Η γραφή σου γοητευτική, σαν φωτογραφία χωρίς φίλτρα. Οι τοποθεσίες να καθορίζονται και να καθορίζουν. Να δίνουν και να παίρνουν ταυτότητα… Μην περιμένεις ερώτημα επί αυτών! Πες μας μόνο πότε θα έχουμε το επόμενο;
ΓΚ: Όμορφα λόγια. Το «μόλις αποφάσισα» μου έδωσε υπέροχες στιγμές, ποτέ δεν πίστευα ότι η συγγραφή διηγημάτων θα ήταν κάτι τόσο δυνατό για εμένα. Θέλω πολύ να φτάσει η στιγμή που θα ολοκληρώσω κάτι από όσα έχω αρχίσει να γράφω, παράλληλα είναι η αλήθεια, τον τελευταίο χρόνο. Μετά τα αυτόνομα διηγήματα του «μόλις αποφάσισα», προσπαθώ να εξελίξω τη γραφή δοκιμάζοντας να συνθέσω χαρακτήρες και συνθήκες σε ένα σπονδυλωτό διήγημα και σε ένα μυθιστόρημα. Φοβάμαι όμως ότι θα με προλάβουν οι εκλογικές αναμετρήσεις και έτσι τα νούμερα θα πάρουν και πάλι την προτεραιότητα από τις λέξεις.
SL: Θα ήθελα τώρα να μιλήσουμε για τον κοινωνικό φιλελευθερισμό. Είσαι από τους ελάχιστους επιστήμονες στην Ευρώπη που έχεις ερευνήσει τα κοινωνικο-φιλελεύθερα κόμματα. Πριν από είκοσι περίπου χρόνια, αφιέρωσες τον κόπο μιας διδακτορικής διατριβής στη μελέτη τους. Ποια στοιχεία του προγραμματικού λόγου αυτών των κομμάτων αποτυπώνουν την έννοια του κοινωνικού φιλελευθερισμού;
ΓΚ: Δύο είναι τα κοινά κεντρικά στοιχεία του λόγου τους. Το πρώτο είναι η αμέριστη στήριξη ενός ισχυρού και ενεργού κράτους πρόνοιας ως μέσου παροχής ίσων ευκαιριών στους πολίτες προκειμένου εκείνοι να έχουν την ουσιαστική ελευθερία επιλογών. Ιδιαίτερη είναι η προσοχή που δίνουν στη δημόσια παιδεία ως τον πλέον κομβικό μηχανισμό παροχής ίσων ευκαιριών. Το δεύτερο είναι ο απόλυτος σεβασμός στις ατομικές ελευθερίες και στα δικαιώματα των μειονοτήτων, θέση που έχει τη βάση της στις απαρχές του πολιτικού φιλελευθερισμού που διεκδικούσε ίσα πολιτικά δικαιώματα για όλους. Η συνεπής προσήλωση στα δύο αυτά στοιχεία του λόγου τους, αλλά και ο συνδυασμός τους, καθιστούν την προγραμματική φυσιογνωμία των κομμάτων αυτών διακριτή στα συστήματα των χωρών τους.
SL: Τα τελευταία χρόνια, και κυρίως μετά την εφαρμογή των μνημονίων, εντείνεται η εντύπωση ότι η χώρα δεν θα καταφέρει ποτέ να πετύχει τις μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται για την ανάπτυξη, τη βελτίωση της ποιότητας ζωής, τον εξαγνισμό των θεσμών, καθώς οι πολιτικές ηγεσίες αποδεικνύονται κατώτεροι των περιστάσεων. Έχεις την ίδια απαισιόδοξη εντύπωση για την ελληνική πολιτική;
ΓΚ: Αν μείνεις στα tweets των πρωτοκλασάτων πρώην και νυν υπουργών και στις προκατασκευασμένες δηλώσεις των εκπροσώπων τύπου των κομμάτων, θα πιστέψεις ότι η χώρα είναι στα πρόθυρα εμφυλίου. Τι θα δεις όμως, αν παρακολουθήσεις την πολιτική εκεί όπου θεσμικά σχεδιάζεται, δηλαδή στο κοινοβούλιο; Ο Δείκτης Νομοθετικής Συναίνεσης, μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ερευνητική δουλειά από το ΚΕΦίΜ, που αποτυπώνει τον βαθμό στον οποίο τα κόμματα της αντιπολίτευσης υπερψηφίζουν νομοθετικές πρωτοβουλίες της εκάστοτε κυβέρνησης, αποκαλύπτει αυξημένη νομοθετική συναίνεση του ΣΥΡΙΖΑ κατά την περίοδο 2019-2021. Ένα στα τέσσερα κυβερνητικά νομοσχέδια υπερψηφίζονται από το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Το ποσοστό μάλιστα είναι διπλάσιο σε σύγκριση με αυτό της προηγούμενης αντιπολιτευτικής θητείας του ΣΥΡΙΖΑ, μεταξύ 2012 και 2015, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ υπερψήφιζε ένα στα οκτώ κυβερνητικά νομοσχέδια. Καταλαβαίνω ότι δε συμφέρει κανέναν να συζητούμε για τέτοια «τεχνοκρατικά και ρηχά ποσοτικοποιημένα πράγματα». Για τη ΝΔ ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα μη κανονικό κόμμα που ξέρει μόνο να κρεμιέται στα κάγκελα και να λέει στα πάντα ΟΧΙ. Για τον ΣΥΡΙΖΑ η ΝΔ είναι ένα κόμμα που εχθρεύεται τον λαό και ως εκ τούτου ένα κόμμα με το οποίο δεν μπορείς να συμφωνείς σε τίποτα παρά μόνο αν μοιράζεσαι τα ίδια υποχθόνια συμφέροντα. Και όμως, φαίνεται να υπάρχει και ένας άλλος κόσμος πολιτικής πίσω από τα πληκτρολόγια και τα μικρόφωνα των καναλιών. Ένας κόσμος που κάποιοι προτιμούν να κρύβουν, ωσάν η συμφωνία με τον απέναντί σου να ισοδυναμεί με προδοσία.
SL: Την ίδια ώρα, στην πολιτική σκηνή της Γερμανίας βλέπουμε την εξουσία να έχει αναλάβει ένας τρικομματικός συνασπισμός, ο οποίος μάλιστα χαίρει της εκτίμησης της πρώην καγκελαρίου και του κόμματος που αποχώρησε από την εξουσία. Είναι κατά τη γνώμη σου τόσο διαφορετική η κουλτούρα των ηγεσιών στη Γερμανία σε σύγκριση με την Ελλάδα;
ΓΚ: Αποκαλούμε τη Γερμανία «χώρα της επιβαλλόμενης συναίνεσης», εννοώντας ότι το θεσμικό πλαίσιο της χώρας είναι με τέτοιο τρόπο δομημένο ώστε η εύρεση της κοινής συνισταμένης να είναι ο μόνος δρόμος πλεύσης για τους εμπλεκόμενους. Οι γερμανικές πολιτικές ελίτ δεν γνωρίζουν άλλον τρόπο άσκησης πολιτικής πέρα από τον συναινετικό. Είναι αυτό κατ’ ανάγκην το βέλτιστο; Είναι σίγουρα, γιατί η μη πόλωση εξασφαλίζει τη συνέχεια στις δημόσιες πολιτικές, αλλά και στη στρατηγική γραμμή ενός κράτους στο διεθνές σύστημα. Η σταθερότητα της οικονομίας, η ισχύς του κράτους πρόνοιας ή και η θέση της Γερμανίας στην Ευρώπη δεν είναι στοιχεία ασυσχέτιστα με την κουλτούρα συναίνεσης των πολιτικών ελίτ της χώρας. Ακούμε συχνά το σχόλιο πως «η Γερμανία δε θα αλλάξει κατεύθυνση» και αποδίδουμε τη σταθερότητα σε σκοτεινά συμφέροντα και όχι σε μια ισχυρή παράδοση συνέχειας των πολιτικών αποφάσεων των ηγεσιών της, μια συνέχεια που είναι ασυνείδητη.
SL: Η στάση της νέας γερμανικής κυβέρνησης απέναντι στη Ρωσία, με αφορμή τον πόλεμο στην Ουκρανία, μοιάζει να είναι πιο επιθετική από όσο φανταζόμασταν στη βάση της στάσης της έναντι της Ρωσίας τα προηγούμενα χρόνια, δε συμφωνείς; Μήπως η αποφασιστικότητα της Γερμανίας δείχνει ότι τα γεγονότα στην Ουκρανία θα οδηγήσουν στην απόφαση της πολυπόθητης ομοσπονδοποίησης της Ευρώπης; Και αν ναι, εκτιμάς ότι ο ελληνικός λαός θα υποστηρίξει μια τέτοια προοπτική;
ΓΚ: Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία είναι μια από εκείνες τις συνθήκες που δύνανται να μεταβάλουν τα δεδομένα στο διεθνές σύστημα. Η Γερμανία, όπως και η Ευρωπαϊκή Ένωση, δείχνουν να στρέφονται προς την επιλογή ενίσχυσης της θέσης τους έναντι και της Ρωσίας και των Ηνωμένων Πολιτειών, σε δεύτερο χρόνο. Η κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική άμυνας είναι το κλειδί για την ομοσπονδοποίηση και οι συνθήκες δείχνουν ικανές να πυροδοτήσουν μια τέτοια εξέλιξη. Τώρα, στο ερώτημα αν το ελληνικό εκλογικό σώμα θα υποστήριζε μια τέτοια εξέλιξη, θα έλεγα ότι ο ελληνικός φιλοευρωπαϊσμός είναι φλύαρος και ασαφής. Υπό την έννοια αυτή, η προοπτική της ομοσπονδοποίησης καθεαυτή δε θα ακουμπήσει το εκλογικό σώμα στην Ελλάδα παρά μόνο ίσως αν συνδεθεί με την προοπτική συγκεκριμένων κερδών οικονομικών ή στρατηγικών για τη χώρα. Η πλειονότητα των Ελλήνων δυστυχώς δεν έχουν συνδεθεί με την ουσία του ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Ίσως βέβαια μια νέα κατεύθυνση σε αυτό, όπως για παράδειγμα η απόφαση της πολιτικής ολοκλήρωσης, θα κινητοποιούσε το μειοψηφικό τμήμα εκείνο του εκλογικού σώματος –κυρίως νέα και πλέον δυναμικά στρώματα– που στρέφονται με σαφήνεια υπέρ μιας τέτοιας προοπτικής.

 


Έγραψαν Πρόσφατα

Κοινωνικός Φιλελευθερισμός

Το Social.lib είναι ένας δικτυακός τόπος συζήτησης και ανάδειξης των καθημερινών οικονομικών, κοινωνικών, πολιτισμικών και πολιτικών ζητημάτων υπό το πρίσμα του Κοινωνικού Φιλελευθερισμού.